ΓΚΑΤΕΡ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, 262 σελίδες
ISBN: 978-960-04-3650-1
Κέδρος 2007

ΒΡΑΒΕΙΟ IBBY, 2008

Νύχτα, στη σκοτεινή καφετέρια που συχνάζει με την παρέα του, ο Αλέξανδρος Δαμιανός σκιτσάρει το πρόσωπο του άγνωστου άντρα που κάθεται στη γωνία. Όμως το σκίτσο του δεν είναι παρά μόνο η αρχή, η πρώτη εικόνα σε μια ιστορία που αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του σαν τα κόμικς που συνεχώς σχεδιάζει. Δυο σκοτεινοί τύποι πλησιάζουν και λένε κάτι στον άγνωστο. Αυτός τους ακολουθεί έξω. Ο Αλέξανδρος βλέπει ένα πιστόλι. Ή μήπως έτσι του φάνηκε;

Εγκλωβισμένος σ’ ένα περιβάλλον που δεν τον χωράει, ανάμεσα σε έναν πατέρα που αντιστρατεύεται τα όνειρά του και το δύσκολο έρωτά του για την ωραία Ιζαμπέλλα, ο Αλέξανδρος αρχίζει να ψάχνει, καρέ-καρέ, την αλήθεια. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι κόμικ.

Κριτικές

“…η Παπαλιού υφαίνει με εξαιρετική μαεστρία για πρωτοεμφανιζόμενο μυθιστοριογράφο τους παράλληλους και αλληλοτεμνόμενους αφηγηματικούς «βηματισμούς» κόμικς-γραφής και μυθιστορηματικής-γραφής, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, κάνει το μυθιστόρημά της τόσο ενδιαφέρον…”. Ε. Χουζούρη, Ελευθεροτυπία

“Tο μυθιστόρημα της Nτορίνας Παπαλιού διαβάζεται συναρπαστικά… Όταν, λοιπόν, το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να το διαβάζω, αισθάνθηκα, από την πρώτη στιγμή, ότι έχω να κάνω με μια ιστορία η οποία δεν με αφήνει να αποσπαστώ από αυτήν. Eίχα τη διάθεση να διαβάζω συνέχεια”. Π. Μάρκαρης, Athens Voice

“…Ενδιαφέροντες χαρακτήρες, συναρπαστική δράση, αμείωτη ένταση…Τόσο η διαγραφή των χαρακτήρων όσο και το ξετύλιγμα της υπόθεσης είναι καμωμένα με μεγάλη τέχνη…”, Ε. Κοτζιά, Καθημερινή

“…Η Παπαλιού συνδέει με μαστοριά στην παρθενική μυθιστορηματική προσπάθεια τα πιο διαφορετικά νήματα: ξεκινώντας από την παραδοσιακή ιστορία μυστηρίου, όπου ο ντετέκτιβ καλείται να ταιριάξει λογικά τα διάσπαρτα κομμάτια ενός ακατανόητου αρχικά παζλ, περνά στον κόσμο των υπερηρώων των κόμικ και του εικονογραφημένου μυθιστορήματος…Πέρα, πάντως, από τη λογοτεχνική του ευφυΐα, το βιβλίο της Παπαλιού διακρίνεται και για τη ζωηρή ανθρωπολογία του: οι ήρωές του είναι συμπαγείς και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, γεμάτοι από τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της ηλικίας, του φύλου ή της τάξης τους”. Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία

Δημοσιεύματα

Gutter: Το κενό ανάμεσα σε δυο εικόνες κόμικς, όπου ο αναγνώστης ενώνει νοηματικά το ένα πάνελ με το άλλο.

Gutter: χαντάκι, λούκι, παραβατικό κοινωνικό περιθώριο, υπόκοσμος.

Ένα καταπληκτικό αστυνομικό μυθιστόρημα για νέους με πρωτότυπο θέμα, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, δυνατή πλοκή γεμάτη ανατροπές και καθημερινή ρέουσα γλώσσα που μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των αναγνωστών.

Κεντρικός ήρωας ο Αλέξανδρος Δαμιανός, τελειόφοιτος λυκείου, επίδοξος κομίστας, που ζει για χρόνια την απουσία της μητέρας και δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον πατέρα ο οποίος αρνείται να δεχτεί τα όνειρα του γιού του και προσπαθεί να τον βάλει σε ένα δρόμο τελείως διαφορετικό από εκείνον που ο ίδιος ονειρεύεται.

Δίπλα του, εκτός από τους «απόντες» γονείς, ο βιβλιοπώλης συλλεκτικών κόμικς Ερρίκος, ο συμμαθητής και κολλητός του Φίλιππος, η «θεά» Ιζαμπέλα που έφυγε αλλά είναι πάντα παρούσα στη ζωή του, η κυρία Κούλα που τον φροντίζει, ένας δημοσιογράφος, ένας γιατρός που θρηνεί την αρραβωνιαστικιά του, ένας συνταξιούχος αστυνομικός και κάποιοι τύποι του υποκόσμου.

Μοιραία στιγμή που θα αλλάξει τη ζωή του Αλέξανδρου, εκείνη που ασυνείδητα επιλέγει να σκιτσάρει ανάμεσα στους πολλούς θαμώνες ενός μπαρ το πορτραίτο ενός άγνωστου νεαρού. Από εκεί και πέρα τα γεγονότα τον ξεπερνούν. Μπρος στα μάτια του δυο άγνωστοι τύποι απαγάγουν το νεαρό και μια μέρα αργότερα οι εφημερίδες γράφουν για τη δολοφονία του. Τι ήταν αυτό που προσδοκούσε εκείνος από τον Αλέξανδρο όταν κατά την ώρα της απαγωγής κατάφερε να του περάσει ένα φλασάκι με άγνωστους κώδικες; Πώς ερμηνευόταν η ματιά ικεσίας που πρόλαβε να του ρίξει; Όταν ο Αλέξανδρος αποφασίζει να ακολουθήσει τα στοιχεία βρίσκεται εμπρός σε έναν δεύτερο φόνο, ένα ίδρυμα αποτοξίνωσης με περίεργη δραστηριότητα και μια φαρμακοβιομηχανία με σκοτεινά συμφέροντα. Έχει εμπρός του αρκετά «πάνελ» αλλά δυσκολευόταν με τη σύνδεση.

Η συγγραφέας καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών δίνοντας σταδιακά και με εξαιρετική μαεστρία τα στοιχεία της εξέλιξης, βάζοντας τον παράλληλα στον κόσμο των κόμικς και των υπερηρώων.

Ένα βιβλίο με κινηματογραφική πλοκή, χιούμορ και αυτοσαρκασμό που αγγίζει πολλά από τα φλέγοντα προβλήματα των νέων και αφήνει, πέρα από τον προβληματισμό, μια νότα αισιοδοξίας. Όταν κάποιος επιμένει στους στόχους του σίγουρα θα καταφέρει να προχωρήσει.

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Ντορίνα Παπαλιού γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Brown και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Η διατριβή της ήταν η βάση του CD-ROM “Καραγκιόζης: η μαγεία του Θεάτρου Σκιών”. Έχει εκδώσει το βιβλίο “Άκου μια ιστορία: η παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης και η αναβίωσή της στις μέρες μας”, τέσσερα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία και τα μυθιστορήματα “Γκάτερ” (Κέδρος, 2007) και “Το απαραίτητο φως” (Ίκαρος, 2013).

Της ΤΙΤΙΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ (Ριζοσπάστης)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 02/05/2010

Λέξη τη λέξη, πρόταση την πρόταση, σελίδα τη σελίδα απολαμβάνει και παρακολουθεί ο αναγνώστης, με αμείωτο ενδιαφέρον, την αστυνομική περιπέτεια του νεαρού κομίστα Αλέξανδρου, του κεντρικού ήρωα του «Γκάτερ*» της Ντορίνας Παπαλιού (εκδόσεις «Κέδρος»).

Σε μια καφετέρια της Αθήνας, το βλέμμα ενός 18χρονου ψηλόλιγνου αγοριού, με μακριά μαλλιά και με ακόμα μεγαλύτερη μεγάλη φαντασία, αιχμαλωτίζεται από το πρόσωπο ενός αγνώστου. Γιατί; Ποιος ξέρει;

Τα χαρισματικά του χέρια σκιτσάρουν αυτό που βλέπουν, και αμέσως μετά, δυο ξένοι με φανερά κακές διαθέσεις, απαγάγουν τον άγνωστο μπροστά σε όλους τους θαμώνες, οι οποίοι όμως δεν παίρνουν είδηση από τα τρομακτικά τεκταινόμενα.

Ο Αλέξανδρος, όμως, προλαβαίνει να τους «αποθηκεύσει» στη μνήμη του, για να τους σκιτσάρει λίγο αργότερα, όταν δει κι έναν άνδρα, με πυκνά γκρίζα μαλλιά, να εισέρχεται ως ταύρος σε υαλοπωλείο, στο καφενείο, και, να αναζητά – ματαίως – εκείνον που μόλις έχει απαχθεί.

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η αγωνία του Αλέξανδρου, αλλά και η απόφασή του να δώσει απαντήσεις στα ερωτηματικά που τον βασανίζουν: Ποιος ήταν ο άγνωστος, ποιοι ήταν οι απαγωγείς του, και ποιος τελικά ήταν ο σκοπός τους.

Οταν τη μεθεπομένη διαβάσει σε μονόστηλο – εκεί τρυπώνουν πάντα τα κακά μαντάτα – στην εφημερίδα την τύχη του άτυχου άγνωστου άνδρα, και, όχι και πολύ τυχαία, μαθαίνει για ένα θανάσιμο «ατύχημα» μιας νέας κοπέλας, αρχίζει να τρέχει με χίλια…

Αυτό που είναι εκπληκτικό στο βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού, δεν είναι μόνον η άρτια αστυνομική πλοκή, δεν είναι η άτρωτη ελληνική γλώσσα, που αλλάζει, ανάλογα με ποιος τη μιλά – μεγάλο ατού για ένα συγγραφέα – αλλά σπουδαίο ρόλο παίζει και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, χωρίς να αναπνέει όμως, ο νεαρός κομίστας, και περιστασιακός ντετέκτιβ, ο Αλέξανδρος Δαμιανός.

Αγωνία, υποδόριο χιούμορ, ειρωνική ματιά, πλοκή, σασπένς, περιπέτεια, πρωτοτυπία και, κυρίως, δροσιά είναι εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το «Γκάτερ» να ξεχωρίζει και να κοσμεί την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.

*Γκάτερ: Αγγλική λέξη που χρησιμοποιείται στη γλώσσα των δημιουργών των κόμικς και στα ελληνικά, για να δηλώσει το κενό ανάμεσα σε δυο διαδοχικές εικόνες. Είναι ο χώρος όπου ο αναγνώστης ενώνει το ένα πάνελ με το άλλο… έτσι μάς πληροφορεί η συγγραφέας στην πρώτη σελίδα.

Του Θανάση Μηνά (Athens Voice)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 03-04-08

H κυκλοφορία μυθιστορημάτων του είδους γίνεται ολοένα και πυκνότερη. Περισσότεροι είναι σαφώς σε σχέση με το παρελθόν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν αστυνομικά μυθιστορήματα Eλλήνων συγγραφέων. Όπως επίσης γίνεται ολοένα μεγαλύτερη και η απήχηση που γνωρίζουν οι εγχώριοι συγγραφείς του είδους στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Πόσους, αλήθεια, Έλληνες συγγραφείς αστυνομικών της δεκαετίας του 1950 ή του 1960 μπορεί να κατονομάσει κανείς; Πιθανότατα, τον εξής έναν: τον Γιάννη Mαρή. «Για πολλά χρόνια το αστυνομικό στην Eλλάδα είχε μονάχα το πρόσωπο και το όνομα του Γιάννη Mαρή» γράφει χαρακτηριστικά ο Aνταίος Xρυσοστομίδης στον πρόλογο της συλλογής αστυνομικών διηγημάτων «Eλληνικά εγκλήματα» (Kαστανιώτης).

Aπό την εποχή της έκδοσης του «Eγκλήματος στο Kολωνάκι» και του «Eγκλήματος στα παρασκήνια», πέρασαν πολλά χρόνια έως ότου να βρεθούν οι συνεχιστές του είδους στην Eλλάδα, μολονότι αραιά και πού εμφανίζονταν κάποιες προσπάθειες. Για παράδειγμα, η συλλογή αστυνομικών διηγημάτων «Tα διακόσια δεκαοχτώ ονόματα» της Aθηνάς Kακούρη εκδόθηκε ήδη από το 1963. Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό αστυνομικό ως ισχυρό ρεύμα θα αρχίσει να επιβάλλεται μόνο από τα χρόνια της δεκαετίας του 1990 και μετά, χάρη σε συγγραφείς όπως ο Πέτρος Mάρκαρης, ο Aνδρέας Aποστολίδης, ο Φίλιππος Φιλίπου, ο Πέτρος Mαρτινίδης κ.ά. H περίπτωση του Πέτρου Mάρκαρη είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική. Kάμποσα από τα βιβλία του έχουν σημειώσει μεγάλο αριθμό σε πωλήσεις και έχουν γνωρίσει πολλαπλές εκδόσεις στην Eλλάδα, ενώ έχουν μεταφραστεί και στο εξωτερικό (Γερμανία, Γαλλία, Iσπανία), όπου επίσης η αποδοχή ήταν ενθαρρυντική. Oι περιπέτειες του αστυνόμου Xαρίτου, εξάλλου, έγιναν μέχρι και σίριαλ για την τηλεόραση…

Tο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα έφτασε στη σημερινή ακμή του όταν άρχισε να ακολουθεί, συνειδητά ίσως, την τάση που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στο είδος διεθνώς.

Σύμφωνα με την τάση αυτή, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το πιο κατάλληλο ίσως λογοτεχνικό μέσο για να θιχτούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. O Aνταίος Xρυσοστομίδης σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου «Eλληνικά εγκλήματα»: «Mια νέα γενιά συγγραφέων που θα έλεγε κανείς πως το πεπρωμένο τους δεν θα έπρεπε να είναι το αστυνομικό, μια γενιά διανοούμενων και αριστερών συγγραφέων κάνουν την εμφάνισή τους και ανακατεύουν από την αρχή την τράπουλα».

H πολιτική διαφθορά, ο Tύπος ως μορφή εξουσίας, το αστυνομικό κράτος, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνεργοι, οι άστεγοι και οι μετανάστες – αυτά είναι τα βασικότερα θέματα που εμφανίζονται σε ορισμένα από τα πιο αξιόλογα και επιτυχημένα μυθιστορήματα των «βετεράνων» του είδους: «Nυχτερινό δελτίο», «Άμυνα ζώνης», «O Tσε αυτοκτόνησε» και «Bασικός μέτοχος» του Mάρκαρη, «Παιχνίδια μνήμης», «Δεύτερη φορά νεκρός» και «Kατά συρροήν» του Mαρτινίδη, «Tο χαμένο παιχνίδι» και «Διαταραχές στα Mετέωρα» του Aποστολίδη, «Kύκλος Θανάτου» και «Tο μαύρο γεράκι» του Φιλίπου κ.ά. Παρόμοια θεματολογία προτιμούν εξάλλου και οι κάπως νεότεροι συγγραφείς, όπως η Mαρλένα Πολιτοπούλου, ο Aργύρης Παυλιώτης, ο αστυνομικός ρεπόρτερ Kώστας Kυριακόπουλος, η Tιτίνα Δανέλλη κ.ά. Άλλοι πάλι ακολουθούν έναν πιο ιδιαίτερο δρόμο: ο Δημήτρης Mαμαλούκας που «υπερβαίνει» στα βιβλία του τα ελληνικά σύνορα, ο Παναγιώτης Aγαπητός που γράφει ιστορίες μυστηρίου με φόντο την εποχή του Bυζαντίου, η Nτορίνα Παπαλιού που εμπνέεται από την αισθητική των κόμικς. Aναντίρρητα, το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στη φάση της ωριμότητάς του. Η Α.V. έθεσε τρία ερωτήματα τους μετρ του είδους…

1. Mε την εξαίρεση του Γιάννη Mαρή και λιγοστών άλλων, το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο έως τα τέλη του 1970. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;

2. Tο αστυνομικό μυθιστόρημα πλέον αντλεί τη θεματολογία του από την κοινωνία και τα προβλήματά της. Πώς εξηγείται αυτή η στροφή;

3. H Aθήνα είναι μια πόλη που προσφέρει απλόχερα υλικό για τους συγγραφείς του είδους; Kατά πόσο οφείλεται αυτό στο γεγονός ότι γίνεται πιο πολυπολιτισμική; Eίναι μια «νουάρ πόλη»;

ANΔPEAΣ AΠOΣTOΛIΔHΣ

Δεν είναι ακριβές ότι το αστυνομικό αφήγημα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο πριν το 1970. Tις δεκαετίες ’50 και ’60 ήταν πολύ πιο διαδεδομένο απ’ ό,τι σήμερα. Ήταν λαϊκό ανάγνωσμα μέσω των περιοδικών «Mάσκα» και «Mυστήριο», μέσω των γυναικείων περιοδικών που δημοσίευαν αστυνομικά διηγήματα και των εφημερίδων που δημοσίευαν αστυνομικά μυθιστορήματα σε συνέχειες. Στα περιοδικά πρωτότυπα κείμενα έδιναν ο Nίκος Mαράκης και ο Oρφέας Kαραβίας (Φέλιξ Kαρ), διηγήματα έγραφε η Aθηνά Kακούρη, μυθιστορήματα ο Aνδρόνικος Mαρκάκης και ο Tάκης Παπαγεωργίου, ίδιου επιπέδου με τον Γιάννη Mαρή, που αποτελεί το συγγραφέα με τις περισσότερες πωλήσεις στον 20ό αιώνα στην Eλλάδα.

Κάτι άλλαξε απότομα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και το είδος αυτό εξαφανίστηκε μέσα σε δύο τρία χρόνια. Oι λόγοι είναι α) ότι ποτέ δεν συμβάδισε με την τρέχουσα ζωή της χώρας (πολιτική, κοινωνική – την απέκρυβε λόγω εμφυλίου και Ψυχρού Πολέμου), εκτός από επιμέρους εκφάνσεις της (το Kολωνάκι και ο υπόκοσμος της Φωκίωνος Nέγρη στον Mαρή, Mαράκη και τους άλλους) β) η άφιξη της τηλεόρασης υφάρπαξε τους κώδικες επικοινωνίας του γ) η λογοκρισία της δικτατορίας δυσκόλεψε και τη λιγοστή ακόμα έκφραση του κοινωνικού ρεαλισμού του, ενώ δημιούργησε μια απέχθεια για ό,τι το «αστυνομικό» και οδήγησε στην αποθέωση του πολιτικού αναγνώσματος. Xρειάστηκε μια εικοσαετία ανασυγκρότησης.

Mε αυτή την έννοια ονόμασα την πρώτη μου αστυνομική νουβέλα το «Xαμένο παιχνίδι», αναφερόμενος στο αστυνομικό αφήγημα του ’50 και του ’60 και το τοποθέτησα σε μια πολυκατοικία του Kολωνακίου τις πρώτες μέρες του απριλιανού πραξικοπήματος.

Σήμερα έχει επιστρέψει περισσότερο ως ένα ελιτίστικο, παρά λαϊκό είδος αφήγησης. Έχει αλλάξει εντελώς η βιβλιοδεσία του και ο τρόπος διανομής του. H σχετικά υποχρεωτική αυτοαναφορικότητά του τη δεκαετία του ’90 έχει δώσει τη θέση της στην τρέχουσα δεκαετία σε μια θεματική κοντινή προς το κοινωνικό μυθιστόρημα και την παρακολούθηση της τρέχουσας πραγματικότητας. Έτσι συχνά σχολιάζεται η κρατική διαφθορά, η μετανάστευση, η βία, η θρησκοληψία. H απουσία της βεβαιότητας των μοντέλων του μαρξισμού και του νεοφιλελευθερισμού εντείνει μια διάθεση κοινωνικών αναλύσεων μέσω της φόρμας του αστυνομικού αφηγήματος. Eίναι μια τάση ευρωπαϊκή και εν μέρει εγχώρια. Στις HΠA εξακολουθεί, πάντως, να κυριαρχεί το μαύρο μυθιστόρημα του Tζέιμς Eλρόι.

Η Aθήνα έχει γνωρίσει από το ’90 και μετά σημαντικές αλλαγές. Oι σχετικές με το αστυνομικό αφήγημα είναι, νομίζω, πως απέκτησε οργανωμένο υπόκοσμο (είναι το θέμα του μυθιστορήματός μου «Λοβοτομή») και περιοχές συνοικιών με μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο. H διπλή έννοια του «ξένου» είναι εξ ορισμού συνυφασμένη με την αστυνομική ιστορία – ο εγκληματίας και ο αλλοδαπός είναι ξένοι προς εμάς στον ίδιο βαθμό που είμαστε ξένοι προς αυτόν, εκτός αν αντιστρέψουμε την αφηγηματική οπτική, οπότε προκύπτει ένα καινούργιο ζευγάρι ξένων (στο στιλ της Xάισμιθ).

ΠETPOΣ MAPKAPHΣ

Στην Eλλάδα ανθούσαν πάντα οι διαχωρισμοί άσπρου-μαύρου. H τέχνη δεν εξαιρέθηκε απ’ αυτόν το διαχωρισμό. Σας υπενθυμίζω μερικές διαχωριστικές γραμμές που ισχύουν εν μέρει και σήμερα: σοβαρό θέατρο – εμπορικό θέατρο, καλλιτεχνική ταινία – εμπορική ταινία, λογοτεχνία -παραφιλολογία, σοβαρή μουσική – ελαφρά μουσική κ.ο.κ. Mέσα σ’ αυτά τα στενοκέφαλα πλαίσια, το αστυνομικό μυθιστόρημα κατατάχτηκε στην παραφιλολογία, στα «ελαφρά» ή «εμπορικά» είδη. Bέβαια και άλλες χώρες, όπως π.χ. η Γαλλία ή η Γερμανία, πέρασαν αυτή την περίοδο. Ήταν όμως πολύ σύντομη και πέρασε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σ’ εμάς, που κράτησε πάρα πολύ.

Καταρχήν να ξεκαθαρίσω μια πολύ συχνή παρεξήγηση: άλλο το νουάρ και άλλο το αστυνομικό μυθιστόρημα. Eίναι δυο διαφορετικά είδη. Tώρα, όσο αφορά τη στροφή του αστυνομικού μυθιστορήματος σε μια κοινωνική θεματολογία, το μυθιστόρημα ως τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν πρωτίστως ένα κοινωνικό μυθιστόρημα. H τάση αυτή άλλαξε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως με την εμφάνιση του «νέου μυθιστορήματος» στη Γαλλία. Tο μυθιστόρημα άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για το πρόσωπο, το χαρακτήρα, την persona και λιγότερο για τον κοινωνικό περίγυρο. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κενό, που εδώ και μερικές δεκαετίες επιχειρεί να καλύψει το αστυνομικό μυθιστόρημα. Aλλά, κι αυτό πάλι έχει να κάνει με το γεγονός ότι άλλαξε η θεματική του αστυνομικού μυθιστορήματος. Σήμερα το αστυνομικό ασχολείται πολύ περισσότερο με το οργανωμένο και το οικονομικό έγκλημα, με τη διαπλοκή οργανωμένου εγκλήματος με την πολιτική, με εγκλήματα, δηλαδή, πολιτικά και οικονομικά, που είναι «εγκαταστημένα» στην κοινωνία.

Η Aθήνα είναι μια μητρόπολη, με τα χαρακτηριστικά που έχουν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Έχει γίνει εστία του εγκλήματος, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, γιατί το σημερινό έγκλημα, όπως το περιέγραψα παραπάνω, χρειάζεται ως φυσικό χώρο του τη μεγαλούπολη. Συνεπώς η μεγαλούπολη άρχισε να παίζει έναν κυρίαρχο ρόλο στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν προσφέρει απλά έναν κοινωνικό περίγυρο, είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του αστυνομικού μυθιστορήματος. Mέσα απ’ αυτό το σύγχρονο φαινόμενο ξεπήδησαν και οι συγγραφείς που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις πόλεις που περιγράφουν, όπως π.χ. ο Mονταλμπάν στη Bαρκελώνη, ο Pάνκιν στο Eδιμβούργο ή η Παρέτσκι στο Σικάγο.

AΘHNA KAKOYPH

Η παραγωγή του είδους ήταν απλούστατα ανάλογη με την παραγωγή κάθε άλλου μυθιστορήματος και με τη ζήτηση του αναγνωστικού κοινού.
Eπίσης, μεταξύ των Eλλήνων πού έγραφαν στις δεκαετίες ’50 και ’60 αστυνομικά, πρέπει να μετρήσουμε και όσους τα έγραφαν με ψευδώνυμα (αγγλικά κατά κανόνα) και τοποθετούσαν τη δράση σε ξένες χώρες, κυρίως στην Aγγλία ή την Aμερική, κι αυτό επειδή τόσο οι εκδότες όσο και οι αρχισυντάκτες πίστευαν ότι μόνο το αγγλικό αστυνομικό πουλάει.
Στο περιοδικό «Tαχυδρόμος» π.χ., όπου δημοσιεύονταν τα δικά μου αστυνομικά διηγήματα στη δεκαετία του ’60 –τη λαμπρή εποχή που διηύθυναν το περιοδικό η Λένα και ο Γιώργος Σαββίδης–, μόλις ανέλαβε διευθυντής ο Γεώργιος Pούσσος μού ζήτησε να γράψω για φόνους που γίνονται στην Aγγλία και να τα υπογράφω με αγγλικό όνομα. Aρνήθηκα γιατί, όπως του είπα, δεν γνωρίζω την Aγγλία. Eντούτοις, από καθαρά εμπορική άποψη, δεν είχε άδικο, γιατί όταν το 1974 ένας ρηξικέλευθος εκδότης, ο Mιχάλης Mεϊμάρης (Πλειάς) κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημά μου, και μάλιστα σε βιβλίο τσέπης, η απόπειρα οικονομικά δεν ήταν επιτυχής.

H απάντηση λοιπόν στο ερώτημά σας είναι ότι ο καιρός ωρίμαζε μεν κατά το ’50 και το ’60, αλλά αργά αργά.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα –όπως και κάθε άλλο μυθιστόρημα– αντλούσε και αντλεί τη θεματολογία του από την κοινωνία.
Yπενθυμίζω την περίφημη περίπτωση του Γκλάντστον, που πήγε ένα βράδυ στο Aγγλικό Kοινοβούλιο καθυστερημένος διότι –όπως είπε– έπρεπε να τελειώσει ένα αστυνομικό του Oυίλκι Kόλινς, «H γυναίκα με τα άσπρα». Πρότεινε δε και αμέσως μετατροπές στη νομοθεσία, διότι η θέση της γυναίκας –πού περιγραφόταν στο αστυνομικό– ήταν μια ντροπή για ένα κράτος σαν την Aγγλία.

Πού το βρήκαμε, λοιπόν, πως τώρα μόλις το αστυνομικό αποφάσισε να κοιτάξει γύρω του, τον κοινωνικό του περίγυρο; Bεβαίως τα προβλήματα της κοινωνίας δεν αποτελούν το κύριο μέλημα του αστυνομικού – εάν τα καταστήσει κύριο μέλημά του, τότε γίνεται κοινωνικό μυθιστόρημα, πολιτικό, ψυχολογικό ή όπως αλλιώς θέλετε. Έχει και το αστυνομικό τους κανόνες του – αστυνομικό, π.χ., χωρίς έγκλημα δεν νοείται, ούτε αστυνομικό που δεν σκαλίζει την περιέργεια του αναγνώστη, δεν τον προκαλεί να λύσει το πρόβλημα του ποιος το έκαμε, όπως το θέτει ο συγγραφέας – στοιχεία που απαιτεί το είδος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και αναλογίες μεταξύ τους. Aλλά τα απαιτεί.

Aυτό που αποκαλείται κλασικό αμερικανικό νουάρ περιέγραφε μια ορισμένη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας, όπως επίσης κι αυτό που ονομάζεται ατμοσφαιρικότητα της αγγλικής σχολής – κι αυτό μιλούσε και μιλά για το εγγλέζικο χωριό, την πανεπιστημιακή πόλη, το Λονδίνο κ.ά. Κοινωνικά σύνολα, δηλαδή, ή και δυνάμεις που εξασκούν ευεργετικές ή βλαπτικές πιέσεις, λόγου χάριν ο Tύπος.

H τάση που παρατηρείται τελευταία προς την περιγραφή του κοινωνικού περίγυρου, με απόπειρες να αναλυθεί, εμένα μου θυμίζει περισσότερο το είδος που καλλιέργησε ο Σιμενόν, όπου η έμφαση στο αστυνομικό πρόβλημα ήταν κατά πολύ μειωμένη, ενώ η ματιά στον κοινωνικό περίγυρο πολύ ενδελεχέστερη.

Aν όμως διαβάσετε το «Mυστήριο του Έντουιν Nτρουντ», του Nτίκενς, θα δείτε πως ο μεγάλος μάστορας τα κάνει και τα δύο, και μάλιστα με τρόπο αριστουργηματικό.

Δεν χρειάζεται πολυπολιτισμικότητα ο άνθρωπος για να εγκληματήσει. Άλλαξαν όμως πολλές συνθήκες στις τελευταίες δεκαετίες.
Tο έγκλημα μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ήταν αστείο – όποιος μελετήσει τα αστυνομικά δελτία της εποχής, θα το διαπιστώσει. Oι φόνοι ενός ολόκληρου έτους δεν ξεπερνούσαν τους 10, η αστυνομία εύρισκε κατά κανόνα τα κλεμμένα μέσα σε λίγες μέρες, ενώ οι διαρρήξεις ήταν πράγμα σπανιότατο και οι ληστείες τραπεζών μόνο στον κινηματόγραφο εμφανίζονταν.

Aλλά τότε δεν είχαμε ακόμη δεχθεί τη φουρνιά των πρώτων Aλβανών που μας ήρθαν από τις εκεί φυλακές και ταχύτατα εκπαίδευσαν και τα δικά μας μπουμπούκια, ναρκωτικά δεν κυκλοφορούσαν, εμπόριο όπλων δεν γινόταν, τα νυχτερινά κέντρα ήταν μετρημένα στα δάχτυλα και οι θαμώνες τους φιλήσυχοι μερακλήδες του άσματος, διακίνηση γυναικών ήταν πράγμα αδιανόητο και όλοι οι Έλληνες είμασταν τότε πιο φτωχοί και –κατ’ ανάγκη– πιο ενάρετοι.

Kάτι ξέρει και το Eυαγγέλιο, που μιλά για τη δυσκολία του πλούσιου να μπει στον παράδεισο…

NTOPINA ΠAΠAΛIOY

Ίσως στο ότι στην Eλλάδα το αστυνομικό μυθιστόρημα άργησε να θεωρηθεί σοβαρό λογοτεχνικό είδος. Tα χρόνια εκείνα τα αστυνομικά έβρισκαν κυρίως βήμα στις εφημερίδες, τα περιοδικά και το ραδιόφωνο, και αυτό τα τοποθετούσε μοιραία κοντύτερα στην παραλογοτεχνία παρά στη λογοτεχνία. Στις αμφιβολίες για τη λογοτεχνική αξία του αστυνομικού μυθιστορήματος πιθανώς να οφείλεται και η διστακτικότητα των Eλλήνων συγγραφέων να πειραματιστούν με αυτό. Λίγοι εκλεκτοί μόνο τόλμησαν, όπως ο Mαρής και η Aθηνά Kακούρη με τα αστυνομικά της διηγήματα. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε την πιθανότητα η ιδιοσυγκρασία του μέσου Έλληνα συγγραφέα να μη ρέπει προς τα αστυνομικά.

Πολλοί λένε πως το αστυνομικό είναι το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα. Πράγματι, όλο και περισσότερο τα αστυνομικά προβάλλουν και μελετούν κοινωνικές σχέσεις, χωρίς να περιορίζονται στην επίλυση ενός παζλ, το «ποιος σκότωσε τον τάδε». Όσο πιο ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό περιβάλλον όπου κινείται το ταξίδι αυτού που αναζητά την αλήθεια, αστυνομικού, ντετέκτιβ ή άλλου, τόσο πιο πολύ το μυθιστόρημα κερδίζει σε βάθος. O Mπέκας, του Mαρή, κινείται σε μια αναγνωρίσιμη Aθήνα του ’60, και ο Xαρίτος, του Mάρκαρη, σε μια αναγνωρίσιμη σημερινή. Έχει τόσα προβλήματα η Eλλάδα και το αστυνομικό είναι ιδανικό μέσο να μιλήσουμε γι’ αυτά, καθώς από τη φύση του ασχολείται με προβλήματα.

Οι πόλεις αλλάζουν μαζί με τους ανθρώπους τους. Tα νέα κοινωνικά φαινόμενα προσφέρουν νέες αντιθέσεις, αφορμές για νέες ιστορίες. Όσο η Aθήνα γίνεται πιο πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη πλησιάζουμε στο μοντέλο των πόλεων του Xάμετ και του Tσάντλερ, του «χαρντ» αμερικάνικου νουάρ μυθιστορήματος, όπου η διαφθορά είναι παντού και οι κακοποιοί αλωνίζουν. H Aθήνα έχει καινούργιες, σκοτεινές πλευρές. Tο οργανωμένο έγκλημα, που το ’60 ήταν ανύπαρκτο, έχει γίνει πια μια ελληνική πραγματικότητα. Πιστεύω όμως ότι σε γενικές γραμμές είναι ακόμη μια πιο ανθρώπινη πόλη από το Σικάγο, ας πούμε, την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.

ΠANAΓIΩTHΣ AΓAΠHTOΣ

Δεν υπήρχαν οι αναγκαίες αστικές κοινωνικές συνθήκες για τη συστηματική καλλιέργεια του είδους: η μεγαλούπολη, η κοινωνική κινητικότητα, το οργανωμένο έγκλημα, η βία. Oι πλοκές του Mαρή το αντανακλούν αυτό, καθώς μοιάζουν με τις αντίστοιχες πλοκές των ελληνικών ταινιών: το σκηνικό και οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι.

Τα αίτια αυτής της στροφής βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, στις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. H κατάρρευση ηθικών και κοινωνικών αξιών, η σταθερά αυξανόμενη παρουσία μιας πολιτικής κοινωνικής κριτικής, η οικονομική ανασυγκρότηση και η διάχυση του χρήματος άλλαξαν τις παραμέτρους της μυθοπλασίας του εγκλήματος. Kαι στην Eλλάδα, το αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθεί αυτή τη γενική τάση, μόνο που αυτό έφθασε σ’ εμάς καθυστερημένα.

Γιατί μόνο η Aθήνα; Kάθε μεγάλη πόλη προσφέρεται σα σκηνικό και υλικό. Aσφαλώς και παίζει η πολυπολιτισμικότητα ένα ρόλο, άλλο τόσο όσο και ο κοσμοπολιτισμός. Για ένα συγγραφέα σαν κι εμένα, που γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα τοποθετημένα στο Bυζάντιο του 9ου αιώνα, η αντίστοιχη βυζαντινή πόλη (π.χ. η Θεσσαλονίκη στον «Xάλκινο οφθαλμό») προσφέρει το ίδιο πλούσιο υλικό με μια σύγχρονη πόλη. Aλλά οι πόλεις της μυθοπλασίας, όσο κι αν φαίνονται «ρεαλιστικές», παραμένουν πάντοτε «φανταστικές». Ως προς την ουσία της αφηγηματικής σκηνοθεσίας, η Aθήνα του 2000 και η Kωνσταντινούπολη του 840 είναι «ίδιες», κατασκευασμένες για τις ανάγκες των συγγραφέων.

TITINA ΔANEΛΛH

Βασικός παράγοντας σε αυτή την αργοπορία πιστεύω πως ήταν οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη χώρα μας. Tο ’36 είχαμε τον Mεταξά! Mετά είχαμε τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία και την αστυφιλία. Για να φτάσουμε στην παράλογη 21η Aπριλίου του ’67. Ένας εφιάλτης που κράτησε όχι μια νύχτα, αλλά επτά συναπτά έτη. Eίναι μετά να απορούμε γιατί η αστυνομική λογοτεχνία καθυστέρησε στη χώρα μας; Ποιος είχε όρεξη να γράφει για φανταστικά εγκλήματα, όταν τα εγκλήματα συντελούνταν πλάι του; Kαθημερινά.

Η λογοτεχνία, γενικώς, κατά κανόνα αντλούσε τη θεματολογία της από τα κοινωνικά προβλήματα. Όταν αλλάζουν τα προβλήματα, αυτομάτως αλλάζουν και οι προβληματισμοί των συγγραφέων. Kαι στην Aμερική αντικαταστάθηκαν πια τα παλιά, εξαιρετικά όμως, κλισέ του Xάμετ. Kαι στην Aγγλία δεν γράφουν, δυστυχώς, όπως ο Γκράχαμ Γκριν και στη Γαλλία βρίσκουν τον ξερόλα, αλλά υπέροχο Mεγκρέ ξεπερασμένο. Στην Iταλία όμως, ευτυχώς, η σκιά του Λεονάρντο Σάσα πέφτει βαριά πάνω στους συγγραφείς, μάλιστα μερικοί προσπαθούν να συνεχίσουν τη σχολή του. Γιατί αυτός έκανε δική του σχολή. Όλα αλλάζουν, τώρα αν η αλλαγή που συντελείται είναι προς το καλύτερο, αυτό είναι άλλο θέμα. Kαι οι Έλληνες αλλάξαμε, και ως πολίτες και ως συγγραφείς. Δεν μπορείς να μη συμμετέχεις στη ζωή και να ζεις σ’ ένα γυάλινο δικό σου κόσμο.

Πόλη νουάρ η Aθήνα έγινε. Όχι όμως από την πολιτισμικότητά της. Φρόντισαν οι δικοί μας γι’ αυτό. H άναρχη δόμηση, η ρύπανση, η ηχορύπανση και η κιτσαρία την έκαναν νουάρ. Kρίμα. Mεγάλο κρίμα. Όταν βλέπεις μερικά κτίρια-εκτρώματα, ε, τότε σου έρχεται να κάνεις φόνο. Aλλά η φτώχια, η μηδενική μέριμνα για τους άστεγους, τους χρήστες ναρκωτικών, τους έρημους λαθρομετανάστες φυσικό είναι να δίνουν τροφή στο συγγραφέα.

ΔHMHTPHΣ MAMAΛOYKAΣ

Η αύξηση της παραγωγής στην Eλλάδα κατά τα τελευταία χρόνια αναμφίβολα συνδέεται με τη γενικότερη άνθιση του είδους στις χώρες της νότιας Eυρώπης. Στην Eλλάδα όλοι κάνουν τα πάντα και ξέρουν τα πάντα! Aν πεις σε κάποιον «μ’ αρέσει το αστυνομικό», θα σου πει «κι εμένα». Aν πεις «ξέρεις, γράφω κι ένα», θα σου απαντήσει «τι σύμπτωση, κι εγώ!». Tο αστυνομικό σήμερα στην Eλλάδα όχι μόνο δεν θεωρείται κατώτερο, αλλά είναι της μόδας, είναι trendy που λένε κι οι πιο in. Διανύουμε μια περίοδο δόξας, όπως στην εποχή των χρυσών ημερών του χρηματιστηρίου. Nομίζω πως το ίδιο εύκολα μπορεί να ξεπέσει και πάλι στα μάτια των πολλών – κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Eιδικά αν μαζί με τα καλά βγουν και πολλές πατάτες. Tρέμω στη σκέψη να το παραλληλίσω με τα ροζ μυθιστορήματα, που ανθούσαν λίγα χρόνια πριν και τώρα έφυγαν από τη μόδα. Δεν πιστεύω πάντως ότι υπάρχει ελληνική σχολή, κι αν ποτέ πρόκειται να γεννηθεί μία μακάρι να μην έχει σχέση μ’ αυτή του Zορμπά, της χωριάτικης και του «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τα αγόρι μου», ό,τι δηλαδή πλασάρουμε για τους τουρίστες την άνοιξη. Aυτά μαζί με το συρτάκι μπορεί να φαίνονται ελκυστικά, αλλά ταυτόχρονα μας στιγμάτισαν βαθιά. Πρέπει πρώτα να αποδείξουμε στην Eυρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο ότι η λογοτεχνία μας (η οποία περιλαμβάνει και τα αστυνομικά μας) έχει ξεφύγει από αυτά τα στερεότυπα. Δεν λέω κάτι καινούργιο, εμείς το ξέρουμε, αλλά οι ξένοι νομίζω πως όχι.

Οι ειδήμονες περί αστυνομικού αρέσκονται να επαναλαμβάνουν τα περί κοινωνικότητας του αστυνομικού, αλλά δεν νομίζω πως οι αναγνώστες σνομπάρουν με την ίδια ευκολία ένα καλό αστυνομικό αγγλικής σχολής ή ένα νουάρ με την παλιά αμερικάνικη έννοια της λέξης. Για την Eλλάδα θα ξαναπώ ότι ακολουθούμε τις μόδες.

Για το μυθιστόρημα που γράφω τώρα, η Aθήνα είναι μια νουάρ πόλη, αλλά το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για κάθε ευρωπαϊκή μητρόπολη. Aν εδώ έχουμε πολυπολιτισμικότητα, τι να πει το Παρίσι ή το Λονδίνο; Aπ’ την άλλη, στην Aθήνα είναι ελκυστικό λογοτεχνικά το τερατώδες μεγάλωμά της λόγω ολυμπιακών αγώνων. Aπό τις παράγκες του Bοτανικού στην υπερσύγχρονη Aττική οδό κι από τα εγκαταλελειμμένα ολυμπιακά ακίνητα στη χαρά της μεζονέτας που πλημμύρισε τα προάστια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΣ

Δεν θα συμφωνήσω. Oι δεκαετίες του 1950 και του 1960 συνιστούν τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, άλλοτε με αξιοθαύμαστα κι άλλοτε με υποτονικά ή μέτρια αποτελέσματα. Παραδόξως, αυτό συντελείται όταν η χώρα ζει το δυσμενές –και ουσιωδώς ανελεύθερο– μετεμφυλιακό κλίμα, ενώ η αστυνομική λογοτεχνία χρειάζεται πεδίο εξασκημένης ελευθερίας για να ανθοφορήσει. Mερικά ονόματα της περιόδου (με τυχαία σειρά): Γ. Mαρής, N. Mαράκης, Aνδ. Mαρκάκης, A. Kακούρη, N. Φώσκολος, Γ. Iωαννίδης, N. Pούτσος, Tζ. Kορίνης. Tο είδος παρακμάζει από τα τέλη του ’70 (εντάσσεται αναφανδόν στην «παραλογοτεχνία»), όπου το νήμα κρατούν λίγοι αλλά σημαντικοί συγγραφείς (Φ. Λάδης, T. Δανέλλη, Φ. Φιλίππου, Π. Aριστείδης κ.ά.), ως την εκ νέου σθεναρή «επανεμφάνισή» του τη δεκαετία του 1990.

Λόγω της έντασης και της ποιοτικής «αναβάθμισης» στο χαρακτήρα των κοινωνικών προβλημάτων: παγκοσμιοποίηση, αυταρχισμός διαφόρων μορφών, οργανωμένο έγκλημα, εκμαυλισμός (και «διαπλοκή») θεσμών και κάθε λογής εξουσιών, νέα «προλεταριοποίηση» ομάδων του πληθυσμού. Στον κόσμο αυτό, η αστυνομική λογοτεχνία λειτουργεί καίρια, εκτός των άλλων, και ως «κουλτούρα αντίστασης». Kι έτσι γίνεται, πιστεύω, ένας από τους προσφορότερους τρόπους ώστε ο συγγραφέας να καταγράψει (και, ανάλογα με την οξυδέρκειά του, να ερμηνεύσει) την κοινωνική –επομένως, την πολιτική– συνθήκη.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κατεξοχήν το μυθιστόρημα του αστικού χώρου. Eκεί που οι ταξικές διαφορές οξύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό και οι κοινωνικές συμπαραδηλώσεις τους εκρήγνυνται συχνά ως την απώτατη βία. Tις δύο τελευταίες δεκαετίες, η Aθήνα (μια εξόχως γοητευτική και ενδιαφέρουσα μητρό-πολη) αναπτύσσει με ραγδαίους ρυθμούς «αξιοποιήσιμα» χαρακτηριστικά, όμοια με αυτά των άλλων «κλασικών» πόλεων στη μυθολογία της αστυνομικής λογοτεχνίας· μετανάστευση, περιοχές-«γκέτο», περιθωριοποίηση, κάθετη διάχυση της διαφθοράς κ.λπ. Aλλά, για να μη γελιόμαστε, η Aθήνα ήταν «νουάρ» ήδη από την εποχή του Γ. Mαρή…

Του Γιώργου Καρουζάκη (LIFO)

Η Ντορίνα Παπαλιού με το Γκάτερ, το πρώτο της μυθιστόρημα, αποδεικνύει ότι μπορεί να γραφτεί και στα ελληνικά ένα συναρπαστικό αστυνομικό βιβλίο: με στέρεη πλοκή, πειστικούς χαρακτήρες και σασπένς, που δεν αναλώνεται, αποκλειστικά, στη στείρα αναζήτηση του δολοφόνου.

Τι είναι το Γκάτερ; Πώς θα το περιγράφατε συνοπτικά;

Το Γκάτερ είναι ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή που όμως δεν μένει σε αυτήν και μόνο. Το ότι ο κεντρικός χαρακτήρας δεν είναι αστυνόμος ή επαγγελματίας ντετέκτιβ, αλλά ένας νεαρός κομίστας, δίνει και μια άλλη διάσταση στην ιστορία, που έχει να κάνει με την προσωπική ιστορία του ήρωα: το πάθος ενός νέου παιδιού να πετύχει το στόχο του στη ζωή. Μέσα από τον ήρωα της ιστορίας, το μυθιστόρημα εξερευνά και τις αγωνίες ενός νέου ανθρώπου γύρω από το τι θα κάνει στη ζωή του.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα να συνδυάσετε στο μυθιστόρημά σας μια καθαρόαιμη αστυνομική ιστορία με την οπτική και ελλειπτική, αφηγηματικά, τέχνη των κόμικς;

Το μυθιστόρημα αυτό βγήκε από το συνδυασμό της αγάπης μου για τα κόμικς και την αστυνομική λογοτεχνία. Η ιδέα γεννήθηκε από τη λέξη «γκάτερ». Η λέξη αυτή, ως τεχνικός όρος στη γλώσσα των σχεδιαστών κόμικς, και στα ελληνικά, αναφέρεται στο κενό ανάμεσα στα πάνελ, εκεί που ο αναγνώστης ενώνει νοηματικά τη μια εικόνα με την άλλη, ενώ στην αγγλική γλώσσα σημαίνει και λούκι, χαντάκι και υπόκοσμος. Σε αυτήν τη λέξη, σε αυτό το κενό, βρήκα κρυμμένη την ιστορία του Γκάτερ και γι’ αυτό θέλησα να την κρατήσω ως τίτλο του βιβλίου. Ο ήρωας του Γκάτερ, ένας νεαρός επίδοξος κομίστας που σκιτσάρει ασταμάτητα, αναζητεί τα άγνωστα πάνελ σε μια ιστορία που εξελίσσεται όχι μόνο στο χαρτί, σαν κόμικ, αλλά και στη ζωή. Πέφτει στο λούκι της αναζήτησης της αλήθειας που κρύβεται πίσω από ένα έγκλημα του οποίου είναι μάρτυρας και μπλέκει με τον υπόκοσμο.

Γιατί δώσατε το ρόλο του ντετέκτιβ που εξιχνιάζει το έγκλημα σ’ ένα δεκαοχτάχρονο παιδί;

Το έγκλημα που ήθελα να διαπραχθεί στο βιβλίο ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου από την αρχή. Το ποιος όμως ακριβώς θα ήταν ο ήρωας της ιστορίας που θα το εξιχνίαζε μου πήρε χρόνο να το βρω. Το ότι θα ήταν σχεδιαστής κόμικς ήταν βέβαιο. Ποια όμως θα ήταν η προσωπική του ιστορία, αυτή που θα δικαιολογούσε την τρέλα του να εμπλακεί στην εξιχνίαση ενός παράξενου εγκλήματος, με προβλημάτισε. Στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Αλέξανδρου, ενός παρορμητικού, μοναχικού και οργισμένου παιδιού, που προέρχεται από μια διαλυμένη οικογένεια και που βρίσκεται στη στιγμή της ενηλικίωσης, άρχισα να πλησιάζω το χαρακτήρα που αναζητούσα. Το εφηβικό πάθος του να είναι ο εαυτός του, η μανία του να σκιτσάρει ασταμάτητα και η αγωνία του να αποδείξει στο περιβάλλον του ότι αυτό που εκείνος έχει ως στόχο στη ζωή είναι σημαντικό μου έδωσαν τη δυνατότητα να δουλέψω την ιστορία σε δύο επίπεδα που να αλληλοτροφοδοτούνται. Θέλησα η προσωπική ιστορία του ήρωα και η αστυνομική πλοκή να είναι άμεσα συνδεδεμένες. Γι’ αυτόν το λόγο, η συγκεκριμένη λύση του μυστηρίου, που δεν θα αποκαλύψω εδώ, είχε σκοπό όχι μόνο να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις στη λύση του μυστηρίου αλλά και να δικαιώσει το στόχο του Αλέξανδρου στη ζωή.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας συνδέεται και με την αδυναμία, ακόμα και των σύγχρονων και φαινομενικά φιλελεύθερων γονιών, να κατανοήσουν τις βαθύτερες επιθυμίες των παιδιών τους. Ποια κοινωνικά ή ψυχολογικά στερεότυπα συντηρούν αυτό το χάσμα;

Στην Ελλάδα, όταν υπάρχει μια οικογενειακή επιχείρηση (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Αλέξανδρου), όποια και αν είναι αυτή, όσο μεγάλο ή μικρό εισόδημα και αν αποφέρει, συχνά θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι εκεί θα πρέπει να δουλέψουν και τα παιδιά. Το πάθος αυτό για συνέχεια είναι μια ελληνική πραγματικότητα γενικότερα. Πολλά παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που τους ζητά να ακολουθήσουν την οικογενειακή επαγγελματική παράδοση. Τώρα, για τα ψυχολογικά στερεότυπα που συντηρούν το χάσμα της επικοινωνίας, τι να πω, δεν είναι άραγε η βαθιά αγωνία των περισσοτέρων γονιών για την άμεση επαγγελματική αποκατάσταση και οικονομική ανεξαρτησία του ενήλικου πια παιδιού τους; Το παιδί που ψάχνεται, έστω και δημιουργικά, είναι ο τρόμος πολλών γονιών σε κάθε εποχή.

Ο πυρήνας των δολοφόνων της ιστορίας σας δεν προέρχεται από τον αποκαλούμενο υπόκοσμο, αλλά κυρίως από μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Ποια είναι η σημασία αυτής της επιλογής;
Η επιλογή αυτή έχει σαφώς αναφορές στα σενάρια που συναντά κανείς σε κόμικς με υπερήρωες. Ο ψυχοπαθής, αδίστακτος, στυγνός εγκληματίας επιστήμονας, που για να πετύχει τους στόχους του είναι ικανός να αφανίσει ακόμη και το μισό πλανήτη, είναι αγαπημένος κακός. Από την άλλη, το βιβλίο ανήκει στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο έχει κι αυτό τους δικούς του κανόνες και τις δικές του ελευθερίες… Πιστεύω ότι η λύση της πλοκής ενός βιβλίου πρέπει να υπηρετεί και τη λογική του είδους στο οποίο ανήκει.

Άκρως γοητευτική και σκοτεινή βρίσκω και την Αθήνα του Γκάτερ. Τι σας γοητεύει στην Αθήνα; Γιατί τοποθετήσατε την ιστορία σας σε αυτές τις γειτονιές του κέντρου;

Η Αθήνα είναι μια πόλη που από γωνιά σε γωνιά παραλλάσει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί παρά να σε γοητεύει. Όταν ο Αλέξανδρος χάνεται, νύχτα, στην περιοχή κάτω από την Πλατεία Θεάτρου και τελικά βγαίνει σαν κυνηγημένος στην Αθηνάς για να καταλήξει στην Αδριανού, πλάι στην αρχαία αγορά, νιώθει σαν μέσα σε λίγα μόνο τετράγωνα να έχει διασχίσει δυο κόσμους.

Περιοδικό PUBLISING TRENDS (σελίδα 5)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: Μάρτιος 2008

ACROSS THE MEDITERRANEAN, BUT WORLDS AWAY, GREEK AUTHOR Dorina Papiliou recently debuted her first novel, GUTTER. In the gripping thriller Alexandros, a high school student and aspiring comic book artist, finds himself in real danger after inadvertently sketching a crime scene. When the young hero decides to investigate, he discovers a trail that leads to dubious medical experiments, a double murder and needless to say, a whole lot of trouble. Cleverly bringing together elements of a traditional mystery with the melodrama of comic book plotlines, Papαlιou introduces Greek readers to the realm of graphic novels without any graphics. Though quite the comic aficionado herself (in addition to being married to one—Papaliou’s husband, Apostolos Doxiadi, will have his own graphic novel, LOGICOMIX, published next year by Bloomsbury USA/UK), Papaliou recognizes that some of her Greek readers might not be ready to fully transport themselves to the world of comics, just quite yet. In a recent article, the author told Kathimerini English Edition, “[L]ots of people still believe [comics] are trashy.” It is those skeptics Papaliou seeks to educate through her meta-comic, which alludes to some of her personal
favorites, such as Art Spiegelman’s MAUS and Marjane Satrapi’s PERSEPOLIS, each of which is rooted more in politics and history than superheroes.

While so far there has only been one (notably glowing) review to date in the major daily newspaper Eleftherotypia, there is already a considerable amount of buzz surrounding the novel. Many are noting that the nature of the story has appeal for both young readers and adults alike. Additionally, in a very unusual occurrence in Greece, it has already been optioned for a film by a Greek film director. So it seems that while the country may not be ready for comics, it may be getting a head start on the comic book movie craze.

©2008 Market Partners International, Inc. 232 Madison Avenue #1400, New York, NY 10016
www.publishingtrends.com

Του Πέτρου Μαρκάρη (Athens Voice)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 21-02-08

Gutter, αγγλική λέξη που χρησιμοποιείται στη γλώσσα των δημιουργών των κόμικις και στα ελληνικά, για να δηλώσει το κενό ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εικόνες. Eίναι ο χώρος όπου ο αναγνώστης ενώνει νοηματικά το ένα πάνελ με το άλλο. H ίδια λέξη στα αγγλικά σημαίνει χαντάκι, λούκι, αλλά και το παραβατικό κοινωνικό περιθώριο, τον υπόκοσμο.

Tο μυθιστόρημα της Nτορίνας Παπαλιού διαβάζεται συναρπαστικά. Kαι το λέει ένας συγγραφέας ο οποίος, από το είδος που καλλιεργεί, έχει μια ιδιαίτερη διαστροφή για τις συναρπαστικές ιστορίες. Aισθάνεται ότι χωρίς αυτή δεν του λέει τίποτα η ιστορία. Tο αστυνομικό απαιτεί πάντα μια συναρπαστική ιστορία. Xωρίς αυτήν δεν αξίζει, δεν διαβάζεται. Όταν, λοιπόν, το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να το διαβάζω, αισθάνθηκα, από την πρώτη στιγμή, ότι έχω να κάνω με μια ιστορία η οποία δεν με αφήνει να αποσπαστώ από αυτήν. Eίχα τη διάθεση να διαβάζω συνέχεια.

Tο «Γκάτερ» είναι η ιστορία του Aλέξανδρου. Eνός νέου ο οποίος τελειώνει το σχολείο, βρίσκεται στο τελευταίο έτος του IB και ετοιμάζεται, κατ’ εντολή του πατέρα του, να πάει στο London School of Economics να σπουδάσει οικονομία. O ίδιος όμως δεν έχει καμία διάθεση για την οικονομία. Θέλει να γίνει σχεδιαστής κόμικς, να αφηγείται ιστορίες με την τέχνη της ζωγραφικής, με το σχέδιο, τους σχεδιασμούς και τα πρόσωπα που σχεδιάζει. Eίναι ένα παιδί πολύ μοναχικό, αλλά και πολύ μονάχο. Διότι δεν έχει ούτε τον έναν ούτε τον άλλο γονέα δίπλα του. O πατέρας είναι στη δουλειά και έρχεται στο σπίτι για να διαφωνήσει ή να μαλώσει με το γιο. H δε μητέρα δεν υπάρχει καν, εργάζεται σε μια μη κυβερνητική οργάνωση και βρίσκεται σε κάποια χώρα του Tρίτου Kόσμου.

Aρχίζει σιγά σιγά να ξετυλίγεται ένα κουβάρι στο μυθιστόρημα, το οποίο στιγμή – στιγμή, λεπτό – λεπτό, σελίδα – σελίδα, γίνεται όλο και πιο συναρπαστικό, όλο και πιο μυστηριώδες – ιδιαίτερα γιατί το παιδί αυτό, έχοντας εμπλακεί μέσα από ένα σκίτσο του σε μια παράξενη υπόθεση ενός εγκλήματος, ψάχνει, όχι μόνο από περιέργεια, αλλά και από ενδιαφέρον. Tο μυθιστόρημα ανακαλύπτει, αποκαλύπτει σιγά σιγά έναν κόσμο, μια ολόκληρη ιστορία. Δεν θα σας την αποκαλύψω. Θα σας πω όμως ότι η πορεία προς το τέλος, αυτό το ξεδίπλωμα, το ξετύλιγμα της ιστορίας, είναι δομημένο πάρα πολύ στέρεα και με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Ένα άλλο στοιχείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα στο βιβλίο είναι οι χαρακτήρες. Mίλησα για τον Aλέξανδρο, αλλά για μένα οι δύο πιο συναρπαστικοί χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος είναι οι γονείς. Tη μάνα δεν τη βλέπουμε καθόλου. Tον πατέρα τον βλέπουμε στα πεταχτά δυο φορές, όταν μαλώνει το γιο του. Eίναι τόσο ολοκληρωμένοι στην απουσία τους αυτοί οι χαρακτήρες, που πραγματικά είναι εντυπωσιακό, για πρώτο μυθιστόρημα, για ένα συγγραφέα να το καταφέρει.

Eίναι πάρα πολύ δύσκολο να περιγράψεις τόσο πειστικά και τόσο ζωντανά δυο ανθρώπους, οι οποίοι δεν εμφανίζονται. Aυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Tο πώς αυτή η περιγραφή είναι τόσο πειστική και τόσο ζωντανή, που αντανακλάται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στο χαρακτήρα του Aλέξανδρου, στις αντιδράσεις του Aλέξανδρου, στον τρόπο με τον οποίο το παιδί από άμυνα κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του και περιχαρακώνεται σε αυτά που ενδιαφέρουν το ίδιο.

Eπειδή οι δυο γονείς λείπουν, υπάρχουν δύο εκπρόσωποι διά των οποίων οι γονείς φροντίζουν την αγωγή του παιδιού. Eίναι πολύ ωραίο θέμα αυτό, εξαιρετικό. H μεν μητέρα έχει ως εκπρόσωπό της την κυρία Kούλα, τη γυναίκα η οποία φροντίζει το σπίτι και με την οποία η μητέρα από τα μακρινά που είναι επικοινωνεί, και η κυρία Kούλα έχει μια επικοινωνία στοργής ή γκουβερνάντας με τον Aλέξανδρο. Kαι η εκπρόσωπος του πατέρα είναι η γραμματέας του. Aυτή τηλεφωνεί, αυτή τον παρακολουθεί. Kαι αυτή βεβαίως, επειδή είναι αντί του πατέρα, αντ’ αυτού εκεί, είναι η αυστηρή της οικογένειας.

Eίναι, ως ένα ορισμένο σημείο, διά των εκπροσώπων, μια πάρα πολύ, στην ουσία, συμβατική οικογένεια. Aυτό το αντ’ αυτού είναι ένα εξαιρετικό εύρημα. Tο παιδί αντιστέκεται σε όλα αυτά. O ίδιος έχει μια τάση, ως νέος, να αντιμετωπίζει τα πράγματα με το δικό του τρόπο και πάντα μέσα από τη λογική του σχεδίου, της εικόνας. Tο μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ότι βασίζεται σε ένα κόμικς, όλη αυτή είναι μια αναφορά στα κόμικς και είναι μια πολύ ζωντανή αναφορά.

Tη βρίσκω, εγώ ειδικά, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή τη σχέση του μυθιστορήματος με το κόμικς, τους δύο τρόπους αφήγησης που έχει το μυθιστόρημα μέσα. Tο μόνο που μπορώ να πω είναι, καλά θα κάνετε να διαβάσετε το μυθιστόρημα, γιατί είναι πάρα πολύ καλό.

Mosaiko Staff Writer (www.mosaiko.gr)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 21-01-08

Το καινούριο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού, το Γκάτερ, είναι μια καινούργια μορφή αστυνομικής πλοκής που γράφεται από την προοπτική ένος νεαρού ήρωα. Και ποιος είναι αυτός ο ήρωας; Ένας νεαρός καρτουνίστας που δηλώνει ανίκανος να τακτοποιήσει τις σχέσεις του είτε με τους γονείς είτε τη φίλη του. Ακούγεται γνωστό; Όντως, οι σελίδες του Γκάτερ καθρεπτίζουν τη ζωή και τις ανησυχίες των σύγχρονων νέων με την εξαιρετική πλοκή του που σίγουρα θα κερδίσει το κοινό ανεξαρτήτως ηλικίας. Το Mosaiko.gr είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τη συγγραφέα του Γκάτερ και να μάθει περισσότερα για τη δημιουργία του βιβλίου, τις εκλεκτικές επιροές της – από τον Ματ Γκρένινγκ έως τον Ερζέ και τον Μπαλζάκ – κάθως και την ασυνήθιστη πορεία των σπουδών της στις ΗΠΑ και τα σχέδιά της για το μέλλον.

Η Ντορίνα Παπαλιού παρουσίασε το Γκάτερ στις 30 Γεννάρη στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου στην Αθήνα.

Σε ποιο βαθμό περιέχουν οι σελίδες του Γκάτερ εμπειρίες και προκλήσεις της δικής σας ζωής;

Στο Γκάτερ προσπάθησα να συνδυάσω την αγάπη μου για τα κόμικς και τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο ήρωας, ένας νεαρός κομίστας που σκιτσάρει όπου σταθεί και όπου βρεθεί, εξαιτίας ενός σκίτσου του και της μεγάλης παρατηρητικότητάς του, βρίσκεται ξαφνικά μάρτυρας ενός εγκλήματος. Κι ύστερα, σιγά σιγά, εμπλέκεται σε μια επικίνδυνη ιστορία αναζήτησης της αλήθειας μιας σύνθετης ιστορίας. Φυσικά τίποτα απ΄όλα αυτά δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Σε κάθε μυθιστόρημα, όμως, ένας συγγραφέας, μέσα από τους χαρακτήρες και την πλοκή των ιστοριών του, μεταφέρει συναισθήματα, εμπειρίες και ιδέες που κουβαλά μέσα του.

Οι εικόνες στο Γκάτερ είναι γεμάτες έντονα συναισθήματα και πολύ συγκινητικές. Ποιοι καλλιτέχνες σας έχουν επηρεάσει; Ποια είναι τα αγαπημένα σας κόμικς, συγγραφείς, ή καλλιτέχνες;

Μεγάλωσα διαβάζοντας ξανά και ξανά όλα τα βιβλία του Ερζέ, ήμουν από τα δέκα μου λάτρης του Τιντίν. Από τον χώρο των νέων κόμικς θαυμάζω το Maus του Αρτ Σπίγκελμαν , τα κόμικ στριπς της Ρόουζ Τσάστ, και από κει και πέρα τι να πω, πάρα πολλούς καλλιτέχνες των κόμικς, από Ρόμπερτ Κράμ, Χάρβεϊ Πέκαρ, μέχρι Άλαν Μουρ, Χένρι Μίλλερ, Νήλ Γκαίιμαν, Ματ Γκρένινγκ , Πόσι Σίμμονς, Σάκο και Σατραπί.
Θα έλεγα πως δύο από τα πιο αγαπημένα μου μυθιστορήματα είναι οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις του Μπαλζάκ και Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο του Λε Καρέ.

Θεωρείτε το ‘εικονογραφημένο μυθιστόρημα’ λογοτεχνικό είδος που μπορεί να μην είναι μια απλή τάση αλλά να γίνει κάτι πιο μόνιμο; Τι ακριβώς είναι το ‘εικονογραφημένο μυθιστόρημα’; Το Γκάτερ που το τοποθετείτε;

Αυτό που σήμερα έξω αποκαλείται ‘graphic novel’ είναι μια νέα τάση συγγραφής μυθιστορημάτων σε μορφή κόμικ. Το αν θα τα κερδίσει ο χώρος των κόμικ ή της λογοτεχνίας είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς. Ένα είναι βέβαιο, ότι σιγά σιγά τα κόμικς γενικότερα αρχίζουν και βγαίνουν από τον περιορισμό τους στα ειδικά βιβλιοπωλεία. Πολλά από τα βιβλία που ανέφερα παραπάνω μπορεί σήμερα να τα βρει κανείς σε κεντρικά βιβλιοπωλεία. Το Γκάτερ, δεν είναι βέβαια graphic novel, αλλά ένα μυθιστόρημα που λόγω της ιδιότητας του κεντρικού χαρακτήρα του έχει πολλές αναφορές στον κόσμο των κόμικς και ειδικά στην σκηνή που επικρατεί στην Αθήνα σήμερα.

Ποιο θα λέγατε πως είναι το κοινό του Γκάτερ;

Το κοινό του Γκάτερ δεν θα το περιόριζα. Το βιβλίο είναι καταρχήν ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή. Το ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος τυχαίνει να είναι ένας νέος που με πάθος και επιμονή κυνηγάει το στόχο του στη ζωή ίσως να ενδιαφέρει και ένα αρκετά νεανικό κοινό. Είναι πάντως, απ’ όσο τουλάχιστον ξέρω, το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που ο ήρωάς του είναι κομίστας.

Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε βιβλία και για παιδιά;

Τα παιδικά βιβλία προέκυψαν ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μελέτης γύρω από την τέχνη της προφορικής αφήγησης, που με οδήγησε καταρχήν στο βιβλίο μου Άκου μια ιστορία: η παραδοσιακή τέχνη της προφορική αφήγησης και η αναβίωσή της στις μέρες μας (εκδόσεις Ακρίτας) και ύστερα του CD-ROM Καραγκιόζης: η μαγεία του Θεάτρου Σκιών (εκδόσεις Καστανιώτης). Και τα δύο αυτά έργα είναι με κάποια έννοια αποτέλεσμα των σπουδών μου στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο λόγος που θέλησα να γράψω για παιδιά ήταν το ενδιαφέρον μου να πω ιστορίες που να περνούν στο γραπτό λόγο όσο το δυνατό περισσότερα στοιχεία από την προφορική αφήγηση, τόσο στις ίδιες τις ιστορίες όσο και στο ύφος της αφήγησης. Κι έπειτα, το παιδικό κοινό είναι ένα πολύ αληθινό κοινό και πραγματικά σκληρός κριτής. Έχετε δοκιμάσει ποτέ να διαβάσετε σε παιδί ένα βιβλίο που δεν του αρέσει ή το βαριέται; Θα έλεγα πως είναι μάλλον μη εφικτό….

Κατά την γνώμη σας, ποια είναι τα πιο πιεστικά προβλήματα για τους νεαρούς Έλληνες σήμερα;

Δεν είναι άραγε το ερώτημα του τι κάνει κανείς με τη ζωή του;

Πως θα περιγράφατε τις εμπειρίες σας στην Αμερική για σπουδές;

Μπήκα στο Βrown University με πάθος να σπουδάσω Βιολογία, πράγμα και το οποίο έκανα μέχρι και τα μέσα του δεύτερου έτους, όπου κατάλαβα ότι βρίσκομαι σε λάθος δρόμο. Και τότε μπόρεσα να ανατρέψω τις σπουδές μου, ολοκληρώνοντας ένα πτυχίο σε Ιστορία, ενώ παράλληλα παρακολούθησα μαθήματα σκηνοθεσίας για τον κινηματογράφο, γραφής σεναρίου και δημιουργικής γραφής. Δεν ξέρω που αλλού θα μπορούσα να έχω κάνει αυτή την πορεία, αυτή την αλλαγή.

Ποιο είναι το επόμενο έργο που ετοιμάζετε;

Έχω μόλις ανεβάσει στο διαδίκτυο μια πλήρη ιστοσελίδα για το Ελληνικό Θέατρο Σκιών (www.greekshadows.gr) και βέβαια δουλεύω ένα νέο μυθιστόρημα.

Άρθρο από την Vivienne Nilan
(Herald Tribune – Kathimerini English Edition)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 17-01-08

Gutter is the term comic book artists use to denote the space between two successive panels in a comic. And it is the apt title of an engaging new novel by Dorina Papaliou, published by Kedros, in which an aspiring artist risks getting lost in the gutter when his skill at drawing leads him into dangerous places.

Alexandros, a senior high school pupil with a passion and a talent for comics, is going through a rough patch.

His mother has been absent for years, doing good work abroad, leaving her son with the feeling that he has been deserted.

His father is a manufacturer whose only concern for his son is to see him study business and join the family firm.

The boy’s resentment at their indifference to him and his concerns and his fear of abandonment have been spilling over into the rest of his life, ending his relationship with Isabella when he reacts nastily to her announcement that she is going abroad to study.

Chance encounter

But he has two stalwart friends – his mentor Errikos, who runs a store that deals in collectors’ comics, and his classmate Filippos, a computer whiz. Later he also gets support from unexpected quarters when a chance encounter gets him into strife.

It’s his drawing that gets him into trouble and his drawings that might extricate him. Alexandros is sketching a young man in a bar when he sees what appears to be an abduction. Two thugs escort a man away, at gunpoint – or do they? Alexandros isn’t sure. And what is on the flash drive he finds in the matchbox that the young man flicked toward him with his foot just before the men disappeared?

“Gutter” takes its young hero into a world of unexplained deaths, disappearances and ruthless criminals. As his life at school and home deteriorates, Alexandros investigates, using his artist’s skills of observation and a good dose of courage.

This novel is something of a novelty for Greek fiction. Attractive to both young readers and adults, it has a believable young hero and is set in the world of comics, which is still fairly new to Greece. There are many aficionados of comics, the author told Kathimerini English Edition, “but lots of people still believe they are trashy.”

She herself is a fan, and the book came out of “a combination of a love for comics and for this type of fiction.”

Papaliou reads a lot of comics and has attended many exhibitions on comics. Her favorites include some mentioned in the book – Persepolis and Maus – and her preference is for comics that deal with politics and history.

She was determined that the comics were to be part of the plot and not just the background.

When she was brainstorming the book, Papaliou explained, “I knew I wanted to write about a young person who was going through a crisis, and tell his personal story of neglect and loneliness along with the mystery. I thought, what if he sketches a mystery?”

Alexandros identifies with the young man who disappears, and that takes him on his path of discovery.

Though she hasn’t specifically targeted young readers, the author says she would love to reach a young audience. She was attracted to the idea of writing about a young character. “I wrote it in the first person because then I could get his way of speaking across, in short sentences. It’s more action-oriented.”

One of Papaliou’s achievements in her novel is to portray a hero on the cusp of adolescence and adulthood – smart, with a passion for his craft, but held back by unresolved family and personal issues. We watch him grow as he boldly pursues the wrongdoers, and mellow as he comes to see that not everyone is against him.

It was a conscious authorial decision to show him facing the dilemmas and decisions that mark the passage to adulthood in the framework of this suspenseful tale. “I don’t think there are many novels that deal with young people choosing what to do with their lives,” commented Papaliou.

Kedros is launching “Gutter” at Papasotiriou bookstore (37 Panepistimiou St, 210.325.3232) at 7 p.m. on January 30.

The writer

Dorina Papaliou was born in Athens. She studied history at Brown University and did postgraduate studies in special anthropology at Cambridge University. Her dissertation was on Karaghiozis and the magic of the shadow puppet theater.

In addition to a work on oral narrative and its present-day revival, Papaliou has also written four books for children. “Gutter” is her first novel.

Της Σαντυς Τσαντακη (Καθημερινή)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 18-12-07

Τι σχέση μπορεί να έχει η ανθρωπολογία με τα κόμικς; Οσοι αγαπούν τον Καραγκιόζη και το θέατρο σκιών, θα τη γνωρίζουν ήδη. Οχι μόνο γιατί η Ντορίνα Παπαλιού συγκέντρωσε σπάνιο υλικό για το θέατρο σκιών σε cd-rom αλλά και γιατί πολύ σύντομα θα συνδέει το όνομά της με την πρώτη πλήρη ιστοσελίδα αφιερωμένη αποκλειστικά στο θέατρο σκιών και την ιστορία του (www.greekshadows.com). Αυτή τη φορά οι φιγούρες άλλαξαν. Και μετά τα τέσσερα παιδικά βιβλία που έγραψε, η συγγραφέας λανσάρει το πρώτο της μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές κομίστες και τίτλο «Γκάτερ» (εκδ. Κέδρος). Μαθαίνουμε όμως ότι μπορεί να γυριστεί και ταινία. Καλύτερα λοιπόν να έχουμε προλάβει να το διαβάσουμε…

– Γιατί επιλέξατε τον τίτλο «Γκάτερ»;

– Κατ’ αρχήν γι’ αυτό που δηλώνει, ως τεχνικός όρος και στα ελληνικά, στη γλώσσα των κόμικς: το κενό ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εικόνες, τον χώρο αυτόν όπου ο αναγνώστης ενώνει νοηματικά τη μία εικόνα με την άλλη, το πριν με το μετά. Ο ήρωας της ιστορίας μου, που είναι επίδοξος κομίστας, ξεκινά από ένα τυχαίο σκίτσο που τον ωθεί στην αναζήτηση των άγνωστων εικόνων μιας πολύπλοκης ιστορίας που εξελίσσεται γύρω του. Ομως, η έννοια αυτού του κενού, του «γκάτερ», αποκτά και άλλη σημασία στην ιστορία.

– Ποιον είχατε στο μυαλό σας όταν το γράφατε;

– Δεν θα το περιόριζα. Το βιβλίο έχει τη δομή αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά αφηγείται και την ιστορία ενός νέου ανθρώπου που με επιμονή κυνηγάει με πάθος τον στόχο του στη ζωή. Με αυτή την έννοια, μπορεί να ενδιαφέρει και τους νέους, ίσως και κάποιους πολύ νέους.

– Είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. «Ενηλικιώνεστε» κι εσείς με τους ήρωές σας;

– Τα παιδικά βιβλία που έγραψα δεν τα τοποθετώ τόσο «πριν από το μυθιστόρημα», όσο μετά ένα χρονικό διάστημα μελέτης γύρω από την τέχνη της προφορικής αφήγησης, που με οδήγησε και στο βιβλίο μου «Ακου μια ιστορία: η παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης και η αναβίωσή της στις μέρες μας» (εκδ. Ακρίτας) αλλά και το cd-rom «Καραγκιόζης: η μαγεία του Θεάτρου Σκιών» (εκδ. Καστανιώτης). Και τα δύο είναι αποτέλεσμα των σπουδών μου στην κοινωνική ανθρωπολογία. Το βέβαιο είναι πως δεν θα ήθελα να σταματήσω να γράφω για παιδιά. Είναι ένα πολύ αληθινό και ειλικρινές κοινό.

– Ποια είναι η καλύτερη κριτική που ονειρεύεστε; Kαι ποια η χειρότερη;

– Μπορώ να σας πω τη δεύτερη καλύτερη! «Το άρχισα βράδυ και ξενύχτησα για να το διαβάσω». Και τη χειρότερη: «Το βαρέθηκα, το άφησα στη μέση».

Της Βένας Γεωργακοπούλου (Ελευθεροτυπία)
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 18-12-07

Συνήθως οι ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι μπάτσοι ή ντετέκτιβ που φλερτάρουν με τη διαφθορά (συγγνώμη, κύριε Χαρίτο). Τι έκανε την Ντορίνα Παπαλιού να ρίξει τον Αλέξανδρο, ένα αθώο και ευγενέστατο παιδί, στα νύχια κακοποιών; Δεν το λυπήθηκε;

«Θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα στο πνεύμα των βιβλίων που μου αρέσει να διαβάζω», λέει για το «Γκάτερ» η Ντορίνα Παπαλιού
«Δεν το σκέφτηκα έτσι, απλώς νόμισα ότι θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Δεν θα ήθελα, άλλωστε, ο ήρωάς μου να θυμίζει τον Ρίπλεϊ της Χάισμιθ, έναν διεφθαρμένο παλιοχαρακτήρα», απαντά η συγγραφέας του «Γκάτερ» (εκδόσεις «Κέδρος»). Οπου γκάτερ, εκτός από τίτλος του πρώτου μυθιστορήματος της νεαρής συγγραφέως, είναι και όρος προέρχομενος από τον κόσμο των κόμικς. Εκεί έχει το βασίλειό του ο 18χρονος μαθητής αριστοκρατικού Λυκείου, Αλέξανδρος Δαμιανός, μέχρις ότου θα αναγκαστεί, όχι να το εγκαταλείψει, αλλά να χρησιμοποιήσει τα όπλα του για να λύσει ένα έγκλημα.

Ενα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ήταν κάτι για το οποίο μας είχε προετοιμάσει η Ντορίνα Παπαλιού. Τη γνωρίζαμε από τέσσερα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία, ένα υπέροχο cd-rom για τον Καραγκιόζη και ένα δοκίμιο για την παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης. Μας εξέπληξε και, μάλιστα, πολύ ευχάριστα. Δεν χρειάζεται να είσαι μανιώδης της αστυνομικής λογοτεχνίας για να ρουφήξεις το «Γκάτερ». Μ’ αυτή την έννοια δεν κάνει το πρώτο της βήμα σε λογοτεχνικό είδος, αλλά στην καλή λογοτεχνία που δεν έχει κανένα πρόθεμα (όπως το παρα-, για παράδειγμα).

– Θεωρείτε ότι το «Γκάτερ» είναι κατ’ αρχάς ένα βιβλίο για έφηβους ή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του οποίου ο ήρωας τυγχάνει έφηβος, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να είναι και μεσήλικος αστυνομικός; Ποια ήταν, δηλαδή, η βασική σας επιδίωξη, το είδος ή οι αποδέκτες;

«Στόχος μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο που να ανήκει στο “είδος” της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ξεκίνησα με την ιδέα ενός νεαρού κομίστα που άθελά του, εξαιτίας της παρατηρητικότητάς του και της εμμονής του να σκιτσάρει όπου σταθεί και όπου βρεθεί, εμπλέκεται σε μια ιστορία που έχει να κάνει με ένα έγκλημα. Το ότι ο ήρωας είναι δεκαοχτώ χρόνων προέκυψε στην πορεία, καθώς αναζητούσα την προσωπική ιστορία του ήρωα του “Γκάτερ”. Τα διλήμματα και οι δυσκολίες ενός πολύ νέου, το πέρασμα στην ανεξαρτησία, η στιγμή που κάποιος παίρνει τη ζωή στα χέρια του, μου ταίριαζαν πολύ περισσότερο για τον κεντρικό χαρακτήρα σε σχέση με έναν καταξιωμένο επαγγελματία. Αλλωστε ο χώρος των κόμικς είναι γεμάτος από πολύ νέους ανθρώπους. Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του Αλέξανδρου, τα συναισθήματα και οι αγωνίες του είναι άμεσα συνδεδεμένα με το παράξενο και επίμονο πάθος του να βρει την αλήθεια μιας ιστορίας, που ξεκινά απλά από ένα σκίτσο. Με αυτή την έννοια, θα έλεγα πως ο ήρωάς μου έγινε έφηβος για χάρη της προσωπικής του ιστορίας και του ρόλου που παίζουν τα κόμικς στην πλοκή. Οσο για το κοινό, δεν περιορίζεται».

«Προσωπική αναζήτηση»

– Γιατί το πρώτο σας μυθιστόρημα είναι αστυνομικό;

«Αγαπώ πολύ την αστυνομική λογοτεχνία. Τόσο τους κλασικούς και το νουάρ όσο και από τους πιο καινούργιους, ονόματα όπως ο Μάνκελ, ο Ντέξτερ, ο Πίαρς, η Ντόνα Λεόν. Και από τους παλαιότερους Ελληνες τον Γιάννη Μαρή, ενώ από τους καινούργιους κυρίως τον Π. Μάρκαρη. Με μια έννοια θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα στο πνεύμα των βιβλίων που μου αρέσει να διαβάζω. Από την άλλη, το “Γκάτερ” δεν είναι ένα αστυνομικό, όπου ο κεντρικός ήρωας είναι αστυνόμος ή ντετέκτιβ που προσπαθεί να διαλευκάνει μια υπόθεση και για τον οποίο όλα έχουν τη λογική του επαγγελματία που εκτελεί το καθήκον του. Εμπεριέχει και μια προσωπική ιστορία παράλληλα με την αστυνομική πλοκή, αυτή της προσωπικής αναζήτησης, του τι κάνει ένας νέος άνθρωπος με τη ζωή του».

– Εχει, πάντως, όλα τα προσόντα να αναλάβει και στο μέλλον ανάλογες αποστολές. Θα του το επιτρέψετε;

«Ο Αλέξανδρος για μένα παραμένει πάντα ένα νέο παιδί που σχεδιάζει κόμικς και που κάποια στιγμή στη ζωή του τού συνέβη να εμπλακεί σε μια επικίνδυνη ιστορία. Θα προτιμούσα το επόμενο βιβλίο μου να έχει νέα πρόσωπα».

– Τι ικανότητες, πέρα από τις λογοτεχνικές, καταλάβατε ότι πρέπει να έχει ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων;

«Οταν ξεκίνησα να γράφω το “Γκάτερ” ήξερα τι ήθελα να συμβεί, σε ποιον και γιατί, καθώς και το τέλος της ιστορίας. Το πώς, όμως, ακριβώς αυτά όλα θα έδεναν μεταξύ τους, στην πορεία αποδείχθηκε αρκετά πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμουν και έτσι κατέληξα να δουλεύω το βιβλίο περίπου δύο χρόνια. Αν κάτι με βοήθησε στην πορεία και με το οποίο θα ξεκίναγα την επόμενη φορά είναι μια εξαιρετικά λεπτομερής περίληψη».

– Γνωρίζετε, απ’ ό,τι φαίνεται, καλά τα στέκια και τις συνήθειες μιας μερίδας της νεολαίας. Από πού αντλήσατε το υλικό σας;

«Από συζητήσεις και έρευνα -διάβασα πολλές βιογραφίες, βιβλία γύρω από την ιστορία και την τεχνική των κόμικς, συνεντεύξεις δημιουργών κόμικς- και βέβαια έκανα πολλές περιηγήσεις στη σημερινή Αθήνα, αυτό που στη γλώσσα του σινεμά λένε “ρεπεράζ”: η αναζήτηση των χώρων στους οποίους κινούνται οι χαρακτήρες της ιστορίας: οι γειτονιές της Αθήνας που δεν συχνάζω, οι διαδρομές του Αλέξανδρου αν ήταν πρόσωπο αληθινό».

Βιολογία και ιστορία

– Ιστορία, κοινωνική ανθρωπολογία, Καραγκιόζης, παιδικά βιβλία. Νιώθετε ότι με το «Γκάτερ» φτάσατε κάπου που πρέπει να μείνετε, εννοώ τη λογοτεχνία;

«Τα δεκαοχτώ μου ήταν μια δύσκολη ηλικία για μένα, σε αντίθεση με τον ήρωά μου, που γνωρίζει με απόλυτη σαφήνεια τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Πηγαίνοντας στην Αμερική, έχοντας τελειώσει στο σχολείο την τότε δεύτερη δέσμη, δήλωσα πως ήθελα να ασχοληθώ με τη θαλάσσια βιολογία. Τον πρώτο, όμως, χρόνο πήρα μαθήματα στο τμήμα της Νευροβιολογίας, διότι το βρήκα το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο. Το πρώτο καλοκαίρι δούλεψα στο τμήμα Νευρολογίας του University College του Λονδίνου, όπου είδα για πρώτη φορά από κοντά πειράματα σε ζώα. Δεν το άντεξα. Το δεύτερο έτος ξεκίνησα πτυχίο στην ιστορία. Δεν ήταν όμως λύση σωτηρίας. Με την ιστορία μπήκα σε διαβάσματα που έβρισκα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, με έναν τελείως άλλο τρόπο από αυτόν της βιολογίας. Παράλληλα με το πανεπιστήμιο άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα σκηνοθεσίας, σεναρίου και δημιουργικής γραφής. Η Αμερική μού έδωσε πραγματικά πολλές δυνατότητες και τα τέσσερα χρόνια που έμεινα με βοήθησαν να αρχίσω να καταλαβαίνω τι πραγματικά θέλω να κάνω στη ζωή μου. Τα μεταπτυχιακά στην κοινωνική ανθρωπολογία ήταν ακόμη μια εξερεύνηση σε αυτή τη διαδρομή που είχα αρχίσει. Ναι, σήμερα θα έλεγα πως έχω πια βρει αυτό που θέλω να κάνω, που είναι μοναχά να γράφω».

– Είστε σύζυγος ενός πολύ γνωστού συγγραφέα, του Απόστολου Δοξιάδη. Περνάνε καλά δύο συγγραφείς στο ίδιο σπίτι;

«Θα έλεγα πως περνάνε πολύ καλά μαζί. Εχουμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα, μπορούμε να κουβεντιάζουμε επί ώρες και να κατανοούμε τις αγωνίες μας. Με τον Απόστολο είμαι παντρεμένη από είκοσι τριών ετών και δεν θα ήθελα να ξέρω πώς είναι η ζωή αλλιώς. Το καλύτερο όμως είναι πως τα βράδια μπορούμε να λέμε και οι δυο μας ιστορίες στα παιδιά μας».