ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΦΩΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, 632 σελίδες
ISBN: 978-960-9527-81-1
ΙΚΑΡΟΣ 2013

Βραχεία Λίστα European Union Price for Literature (EUPL) 2014

Μεγάλη Λίστα, Athens Prize for Literature 2014

Η Λουίζα Λασκαράτου επιστρέφει από την Οξφόρδη ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, αθηναίου δικηγόρου. Την περιμένει το τελευταίο του μήνυμα: η άγνωστη σ’ εκείνη φωτογραφία του πίνακα ενός διάσημου σκοτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα, που είχε κλαπεί από την οικογένειά της στα χρόνια της Κατοχής. Σύντομα η Λουίζα θα ανακαλύψει πως η ιστορία του πίνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανεξήγητη εκτέλεση της νεαρής ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά, μητέρας του πατέρα της, το 1944. Η αλήθεια όμως, όπως και η τύχη του πίνακα αγνοούνται…

Μέσα από την αναζήτηση ενός χαμένου πίνακα, το μυθιστόρημα εξερευνά τους εύθραυστους δεσμούς που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, τη σχέση της απώλειας με τη μνήμη, αλλά και την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και αυτό που μεταφέρεται, την αλήθεια και τις αφηγήσεις της.

Τα τηλεοπτικά δικαιώματα της μεταφοράς του βιβλίου ανήκουν στην naf.plus.

Κριτικές

“Το μεγάλο επίτευγμα της Ντορίνας Παπαλιού είναι ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται με μια σπάνια και αντιφατική διάθεση. Από τη μία πλευρά θέλεις να τελειώσει για να μάθεις το τέλος της ιστορίας και από την άλλη εύχεσαι να μην τελειώσει γιατί χάνεις την απόλαυση της ανάγνωσης. Χωρίς την παραμικρή πρόθεση υπερβολής, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ρεαλιστικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων”. Γ. Ν. Φέρτης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

“Αν πετυχαίνει τον σκοπό της η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το απαραίτητο φως» είναι επειδή η δομή της πλοκής είναι άψογη και, γι’ αυτό, είναι αδύνατο να το αφήσεις”.Σ.Κασιμάτης, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

” … n Λουίζ Χατζηλουκά και n Λουίζα που θα μας κερδίσουν από την πρώτη στιγμή με τις πολύχυμες αντιφάσεις και τον εκρηκτικό ψυχισμό τους. H κυριότερη αρετή […] n συνοχή με την οποία πλέκονται τα κεντρικά θεματικά του μοτίβα, όπως και n εντελής οργάνωση της πλοκής που διαφυλάσσει επιμελώς το μυστικό της μέχρι και τις τελευταίες αράδες, αποκαλύπτοντας με μαστοριά κάθε στάδιο μέσω του οποίου φτάνουμε στην τελική λύση”. Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

“Η καλοσχεδιασμένη οργάνωση της πλοκής και το σταδιακό χτίσιμο της δράσης μέχρι την τελική λύση, το έντονο σασπένς και η προσεκτική σκιαγράφηση του ψυχισμού των ηρώων, ειδικά των δύο πρωταγωνιστριών, κάνουν το «Απαραίτητο φως» ένα απολαυστικό βιβλίο”. Δ. Ρουμπούλα, ΈΘΝΟΣ

“Μπορεί κανείς να θαυμάσει την οικονομία του έργου, το οποίο σε πάνω από εξακόσιες σελίδες καταφέρνει να συναρμόσει τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τις εξελίξεις σε ένα άρτιο σύνολο, που αποζημιώνει τον αναγνώστη […]Η όλη εικονοποιία δημιουργεί εντυπώσεις κινηματογραφικής ταινίας και τα πρόσωπα εντάσσονται πλήρως στον χρόνο και στην ατμόσφαιρα των γεγονότων. Η σχοινοτενής ιστορία δεν κουράζει, αν κανείς δεν επείγεται να μάθει το τέλος, αλλά εξερευνά διάφορα ιστορικά και ψυχικά δεδομένα, καθώς ο αναγνώστης φαντάζεται ποικίλα σκηνικά και περνά από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, βιώνοντας ενεργά το κλίμα της Κατοχής”. Γ.Ν. Περαντωνάκης, BOOKPRESS

“Πολυεπίπεδο και πολυπρισματικό, το νέο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού έρχεται ως μια επιβεβαίωση λογοτεχνικής ωριμότητας. «Το απαραίτητο φως» είναι ένα πλούσιο, διαβαστερό ανάγνωσμα, το οποίο αντιπαραβάλλει και ανατέμνει τη δεκαετία του 1940 με την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα”. Ν. Βατόπουλος, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

“…εκτός από τους άριστους χαρακτήρες και τη συναρπαστική πλοκή, έρχεται να εμπλουτίσει τον μακρύ κατάλογο των ωραίων αθηναιογραφικών κειμένων και είναι ένα ενδιαφέρον σχόλιο γύρω από τους ποιητικούς κώδικες της ζωγραφικής… μια πολυεπίπεδη, φιλόδοξη κατασκευή. Μια ακαταπόνητη αναζήτηση όχι μόνον της αλήθειας, αλλά και του νοήματος της έννοιάς της, του σχετικού χαρακτήρα της και της κατασκευασμένης φύσης της”. E.Κοτζιά, ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

“Η Ντορίνα Παπαλιού είχε δείξει από το πρώτο της έργο, το «Γκάτερ», ότι ξέρει πολύ καλά να δημιουργεί σασπένς, κι επαληθεύει τις ικανότητες αυτές στο νέο της μυθιστόρημα… Εξαιρετικό είναι το δέσιμο της πλοκής, με τα νήματα να πλέκονται αριστοτεχνικά, φανερώνοντας κάθε φορά όσα χρειάζεται μέχρι το τέλος, που αναδεικνύει και αυτό το απαραίτητο για τον κάθε καλλιτέχνη φως”. Τ. Δημητρούλια, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

“…ένα έργο αληθινά αριστουργηματικό”. Χ. Παπαγεωργίου, diastixo.gr

Δημοσιεύματα

Διάσημοι Ελληνες Λογοτέχνες απλώνουν τη τέχνη των λέξεων στην υπηρεσία του αναγνώστη. Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας, Πατάκης Ο Αύγουστος Κορτώ καταθέτει ένα βιβλίο γραμμένο από καρδιάς-και σίγουρα το καλύτερο του. Σάμπως ο,τι έγραφε προηγουμένως να προετοίμαζε το δρόμο για να καταθέσει αυτό το de profundis αφήγημα-κι όλες του οι πρότερες συγγραφικές απόπειρες να ήταν ασκήσεις για να αντιμετωπίσει τη λευκή σελίδα που τον καλούσε να αφηγηθεί την πιο έντονη και δραματική ιστορία της ζωής του-αυτή της μητέρας του. Ανατρέποντας-ή μήπως επιβεβαιώνοντας;- τις φροϊδικές θεωρίες, αναποδογυρίζοντας ψυχαναλυτικά ντιβάνια και βγάζοντας στη φόρα τους σκελετούς από τα ντουλάπια ο Κορτώ γίνεται η μητέρα του, αποκτώντας τη φωνή της και μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο για όσα εκείνη δεν πρόλαβε ή δεν θα μπορούσε ποτέ να εξηγήσει. Το σπαρακτικό αυτό αφήγημα δεν καθίσταται απλώς το κατεξοχήν βιβλίο αγάπης του γιου προς την αυτόχειρα μητέρα του αποκαλύπτοντας όλες τις πτυχές της ψυχικής ασθένειας αλλά και μια καλοστημένη σάγκα για μια άλλη Ελλάδα και για ανθρώπους που δεν ένιωσαν άνετα στις συμβάσεις της. Υπέροχο και βαθύτατα ανθρώπινο-ο πιο συγκινητικός και όμορφος Κορτώ που έχουμε δει ως τώρα. Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δυο, Μεταίχμιο Ένα βιβλίο για την εποχή που οι άνθρωποι είχαν ψυχή, πολιτική αίσθηση και ελεύθερο πνεύμα γραμμένο από μια από τις σπουδαιότερες μυθιστοριογράφους της χώρας μας-κι όχι μόνο για παιδιά. Η Άλκη Ζέη δεν είναι μόνο η αγωνίστρια, η γυναίκα που βγήκε από τα σπάργανα της Αριστεράς για να ενταχθεί στην καλύτερη και πιο περίοπτη ενσαρκωμένη πτυχή της αλλά και η συγγραφέας που αυτοβιογραφείται σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς. Η αφήγηση της ζωής της ξεδιπλώνεται από τη Σάμο ως την Αθήνα, από τη δικτατορία του Μεταξά και τα Δεκεμβριανά, έως το 1945, τη μέρα του γάμου της με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, αποτυπώνοντας τις σχέσεις με ανθρώπους που έμελλε να σφραγίσουν τη μεταπολεμική Ελλάδα: τη Διδώ Σωτηρίου, τον Κουν, τον Γκάτσο, τον Εμπειρίκο, τη Ζωρζ Σαρή, την κολλητή παιδική της φίλη, τη Μελίνα, τον Πλωρίτη, τον Μποστ, τον Κώστα Αξελό, τον Μίμη Δεσποτίδη και τόσους άλλους. Η συγγραφέας της “Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα” αποτυπώνει με τον ιδανικότερο τρόπο το χρονικό της ζωής της με φόντο μια πολυταλανισμένη Ελλάδα. Όπως εξομολογείται η ίδια:”Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ’θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;». «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ. Σώτη Τριανταφύλλου, Σπάνιες Γαίες, Πατάκης Η Σώτη Τριανταφύλλου δείχνει να ενθουσιάζεται από τα ιστορικά γεγονότα χωρίς ωστόσο να παρασύρεται από τη δίνη τους: το μεγαλειώδες των προσώπων κρύβεται στις ελάχιστες λεπτομέρειες, στις παράδοξες επιλογές τους, στα περιβάλλοντα όπου μεγαλώνουν και γεννιούνται γι’αυτό και καθορίζονται τόσο ουσιαστικά από τα τεκταινόμενα και τη ροή της ιστορίας. Ωστόσο οι ήρωες διαπλάθονται σε έναν ελεύθερο “διάλογο” με τα βαρυσήμαντα αυτά γεγονότα και όχι με τρόπο ντετερμινιστικό, όπως θα ήθελαν οι οπαδοί των μυθιστορημάτων ιστορικού χαρακτήρα. Πρωταγωνιστής στις “Σπάνιες Γαίες” (από εκδόσεις Πατάκη) είναι ο Πραβιέν Σεργκέγεβιτς ο οποίος ζει και ανδρώνεται στη Ρωσία του Στάλιν. Παρότι σκληραγωγημένος και αυστηρός επιστήμων-εδαφολόγος που αναζητεί τις “Σπάνιες Γαίες”, δηλαδή δυσεύρετα χημικά στοιχεία που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη της πράσινης τεχνολογίας-ο Πραβιέν τρέφει μεγάλη αγάπη για το τσίρκο. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον με τους αντιφατικούς ήρωες της Τριανταφύλλου: ότι απογειώνουν τη λογική της μεταμόρφωσης ξεδιπλώνοντας περίτεχνες ιστορίες. Καθώς αποκαλύπτει όλες τις πτυχές του κραταιού σύμπαντος που δημιούργησε ο “πατερούλης”-το άλλο όνομα του Στάλιν-το βιβλίο αναδεικνύει μια καλακονισμένη γλώσσα όντας ο,τι καλύτερο έχουμε διαβάσει από τη Σώτη μετά την εξαιρετική αυτοβιογραφία της (“Ο Χρόνος Πάλι”). Ντορινα Παπαλιού, Το απαραίτητο φως, Ίκαρος Η Ντορίνα Παπαλιού τολμάει να καταπιαστεί με ένα τολμηρό θέμα-όπως αυτό της ταυτότητας, της καλλιτεχνικής καταγωγής, του παιχνιδιού ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα-σε ένα μυθιστόρημα που θα χαρακτήριζες “αισθητικοπολιτικό”-αν όχι κοσμοπολιτικό. Η ζωγράφος Λουίζ Χατζηλουκά εκτελείται από τους Γερμανούς την Άνοιξη του ’44 αφήνοντας πίσω της ένα μυστήριο που καλείται να λύσει η εγγονή της, ανθρωπολόγος-με το αστικό ονοματεπώνυμο- Λουίζα Λασκαράτου. Μέσα από μια ιστορία που ανάλογη της έχει διαδραματιστεί σε πολλά σημεία της Ευρώπης, αυτής δηλαδή ενός διάσημου πίνακα που δόθηκε με αντάλλαγμα την ίδια τη ζωή της θρυλικής προγόνου, η Παπαλιού εξυφαίνει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με βάθος χαρακτήρων και αστυνομική πλοκή-αλλά και με βάση ένα κοινωνικοπολιτικό ιστορικό πλαίσιο που ξεκινάει από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Χορταστικό και γραμμένο με μια ιδανική ισορροπία το μυθιστόρημα της Παπαλιού εκπλήσσει ευχάριστα με την εκφραστική του επάρκεια και τη βαθιά έρευνα που κρύβει ο ιστορικός μανδύας που το περιβάλλει αρμονικά. Δημήτρης Στεφανάκης, Άρια-Ο κόσμος από την αρχή, Ψυχογιός Ο Δημήτρης Στεφανάκης επιστρέφει με το πιο ώριμο μυθιστόρημα του και με μια δυνατή ιστορία έρωτος, ελληνικής ιστορίας και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Όλα περιπλέκονται αρμονικά σε αυτή τη μυστηριώδη υπόθεση εξαφάνισης που θα φέρει σε επαφή τον Έλληνα διπλωμάτη Στέφανο Μαυροειδή με την αρχαιολογική κοινότητα. Έτσι από τις Μυκήνες και τις ομώνυμες ανασκαφές θα καταλήξει φυγάς στη Μέση Ανατολή τον Απρίλιο του 1941. Πολλά μυστικά αποκαλύπτονται στην πορεία με πλούσιες ιστορικές λεπτομέρειες κι όλα έρχονται στο φως με τον πιο απρόσμενο, περιπετειώδη και συναρπαστικό τρόπο. Ένα βιβλίο που αναμένεται να καταγραφεί στα μπεστ σέλλερ της χρονιάς από τον πολυβραβευμένο και μεταφρασμένο από περίοπτους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, Δημήτρη Στεφανάκη. Διαβάστε περισσότερα: http://www.protothema.gr/afieromata/vivlia/article/336157/best-seller-apo-tous-spoudaioterous-ellines-suggrafeis/

Του Αριστοτέλη Σαΐνη Η ελληνική ιστορία με επίκεντρο τον Εμφύλιο αποδεικνύεται και φέτος πρωταγωνιστής, αφού πολλά μυθιστορήματα —με διάθεση κριτική, άλλοτε απομυθοποιητική ή και ριζικά αναθεωρητική— αναζήτησαν στη βαρβαρότητα της μεταπολεμικής ιστορίας απαντήσεις σε σύγχρονα προβλήματα. O Δημήτρης Νόλλας με «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (εκδ. Ικαρος) επιχειρεί μιαν οδυνηρή κατάβαση στη νοτισμένη από αίμα βορειοελλαδίτικη ενδοχώρα, ανασκαλεύοντας στον εμφύλιο τα αίτια της σύγχρονης πολιτικής και ηθικής κρίσης. Τη διαλεκτική μνήμης-λήθης ερευνά η Βασιλική Ηλιοπούλου με το δεύτερο μυθιστόρημά της «Η άσκηση του Ροτ» (εκδ. Πατάκη) όπως και η Ελενα Χουζούρη με το «Δύο φορές αθώα» (εκδ. Κέδρος). Στο μυθιστόρημα τεκμηρίων με την ανάμειξη πραγματικών και οιονεί πραγματικών ντοκουμέντων στρέφεται ο Βασίλης Τσιαμπούσης με τη «Γαλάζια αγελάδα» (εκδ. Μεταίχμιο), ανατρέχοντας στα μετεμφυλιακά πάθη στην Ανατολική Μακεδονία. Κι ωστόσο η συγχώρεση και η καταλλαγή του «πολιτικού κακού», με τις συνθήκες γύρω μας να αναζωπυρώνουν υπνώττοντα πάθη, φαντάζει ακόμα μακρινή. Η Ιστορία συναντά το νουάρ στο «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» (εκδ. Μεταίχμιο) του Νίκου Γ. Δαββέτα: με καμβά την υπόθεση Μπελογιάννη και αφορμή τη δολοφονία ενός Ελληνα συγγραφέα που κατέχει σχέδια του Πικάσο, ο συγγραφέας διερευνά το θέμα του γνήσιου στον ιστορικό χρόνο και την τέχνη. Με το αστυνομικό μυθιστόρημα διαλέγεται και το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιώργου Μπράμου, «Το ψέμα του λύκου» (εκδ. Καστανιώτης), με τους παράλληλους μονολόγους θύτη και θύματος να διασταυρώνονται μεταξύ τους, όπως ακριβώς και οι ιστορίες του παρελθόντος. Γύρω από έναν χαμένο πίνακα που συνδέει την ιστορία γιαγιάς και εγγονής πλέκει η Ντορίνα Παπαλιού το φιλόδοξο και πολυσέλιδο «Το απαραίτητο φως» (εκδ. Ικαρος), το οποίο κινείται με άνεση στο ιστορικό συνεχές του 20ού αιώνα, αντιπαραβάλλοντας διαρκώς τη δεκαετία του 1940 με το σήμερα. Φυγόκεντρη και ανοικτή η νέα μυθιστορηματική σύνθεση της Δήμητρας Κολλιάκου «Το πρόσωπο του ουρανού» (εκδ. Πατάκη), ένα οικογενειακό θρίλερ που εκτυλίσσεται μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας, κάτω από τους συννεφιασμένους ουρανούς της παγκόσμιας κρίσης. Οικογενειακές σχέσεις ερευνά και η Καρολίνα Μέρμηγκα, με το πρώτο της μυθιστόρημα «Συγγενής» (εκδ. Μελάνι). Με αφορμή την αναπάντεχη εμφάνιση μιας άγνωστης κόρης στη ζωή μιας ήσυχης οικογένειας, θέτει ερωτήματα για τη βιολογική και ουσιαστική σχέση συγγένειας. Ο Μάκης Τσίτας υπογράφει με το «Μάρτυς μου ο Θεός» (εκδ. Κίχλη) έναν συγκλονιστικό μονόλογο ενός άνεργου πενηντάρη, τυπικού αντιήρωα της καθημερινότητας, που συνδυάζει τη σπαρταριστή προφορικότητα με την ευρηματική λεξιπλασία. Η πεζογραφία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη έχει για τα καλά υποδεχτεί το παράξενο ως μέρος του πραγματικού. Με επίκεντρο έναν νεαρό ηθοποιό, «Το ελάχιστο ίχνος» (εκδ. Το Ροδακιό) διηγείται με τον πειστικότερο τρόπο την πιο αναληθοφανή ιστορία, γεμάτη συμπτώσεις και μυστικά, συνταρακτικές αποκαλύψεις και απιθανότητες. Σπουδή στον σταλινικό ολοκληρωτισμό αποτελούν τα απομνημονεύματα ενός κλόουν στο νέο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου «Σπάνιες γαίες» (εκδ. Πατάκη), ενώ η Ευγενία Φακίνου συνεχίζει την παραμυθητική της εξερεύνηση με ένα μυητικό ταξίδι στο σκοτάδι μιας ρημαγμένης γης, όπου υπάρχει ακόμα η ελπίδα της αλληλεγγύης («Πλανόδιοι Θεριστές», εκδ. Καστανιώτης). Στις σημαντικές εκδόσεις της χρονιάς αναμφίβολα το αυτοβιογραφικό χρονικό «Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2» (εκδ. Μεταίχμιο) της Αλκης Ζέη. Αλλοτε με δροσερό κοριτσίστικο βλέμμα και άλλοτε με τη ματιά της έμπειρης προικισμένης αφηγήτριας, η Ζέη αφηγείται σαν παραμύθι τα χρόνια της μαθητείας της στη ζωή και την τέχνη, με όριο τον ματωμένο Δεκέμβρη του 1944. Στις λιτές προσωπικές αφηγήσεις του Κάρολου Τσίζεκ «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις» (εκδ. Κίχλη), συνδυάζονται η στοχαστικότητα και η σάτιρα της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας με την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, όπου ο τσέχικης καταγωγής, ιταλικής παιδείας, γραφίστας και ζωγράφος διαμορφώνει την υβριδική του ταυτότητα. Συγκεντρωτική έκδοση του πεζογραφικού έργου του ποιητή Μάρκου Μέσκου, «Πεζογραφήματα» (εκδ. Γαβριηλίδης): πυκνότητα, αμεσότητα και οδυνηρές μνήμες από την προπολεμική Εδεσσα και την εμφυλιοπολεμική Θεσσαλονίκη στην Αθήνα του ’70. Κοινότατες καθημερινές «φέτες ζωής» του αστικού περιβάλλοντος, αποτυπώνουν τα διηγήματα του Πάνου Τσίρου «Δεν είν” έτσι;» (εκδ. Μικρή Aρκτος). Ωστόσο, ο έκτυπος ρεαλισμός των ασήμαντων στιγμιότυπων -που αποκτούν αναδρομικά μυθιστορηματική άρθρωση ή μπορούν να διαβαστούν ως νουβέλα-, δεν αποτελεί παρά μια εύθραυστη επιφάνεια έτοιμη να ραγίσει ή να καταρρεύσει κάθε στιγμή. Με νουβέλα επανήλθε ο Αχιλλέας Κυριακίδης («360», εκδ. Πατάκης) χτίζοντας με τα ελάχιστα απαραίτητα υλικά ένα πολυπρισματικό και κυκλικό μουσικότροπο αφήγημα· ένα τροχαίο ατύχημα σε μια διάβαση πυροδοτεί την έκρηξη του χρόνου στη δίνη του οποίου στροβιλίζονται οι τροχιές των ηρώων: συμπτώσεις, συγκυρίες, κινηματογραφικά και μουσικά διακείμενα δημιουργούν μιαν αριστοτεχνική μινιατούρα. Eνα άλλο ατύχημα δίνει τον τίτλο στις «μικρές ιστορίες» του Τάσου Γουδέλη «Το ωραίο ατύχημα» (εκδ. Κέδρος)· γραφή γεμάτη διακειμενικά θραύσματα και κενά, με την ποιητική αφαίρεση οδηγό και στόχο την υπέρβαση του ρεαλισμού. Τις δικές του διόδους διαφυγής από την ορατή πραγματικότητα αναζητά και ο Φαίδων Ταμβακάκης στον τόμο «Τακτοποίηση αυθαιρέτων» (εκδ. Εκάτη) όπου συγκέντρωσε σκόρπια κείμενά του. Με τον εκδοτικό ρυθμό να επιταχύνεται, λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά, μας πρόλαβε η νέα «λανθάνουσα μυθιστορία» του Κώστα Μαυρουδή «Η Αθανασία των σκύλων» (εκδ. Πόλις). Οι 70 «σύντομες ιστορίες» της, που διαβάζονται σαν γραμμένες από τον ήρωα ενός μυθιστορήματος, ίσως αποτελούν μια ακόμα μεταμόρφωση των γνωστών «στενογραφημάτων» του -νεολογισμός που εικάζω ότι έλκει την καταγωγή από το μπαρτικό «βιογράφημα»-, ενώ η κυνοφιλία είναι η πρόφαση για ένα περίτεχνο ταξίδι στις δημιουργικές εμμονές του συγγραφέα. Διαβάστε περισσότερα: http://www.efsyn.gr/?p=159330

«Το απαραίτητο φως» από την Ντορίνα Παπαλιού (Εκδόσεις Ίκαρος) Είναι το δεύτερο βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού, το πρώτο δικό της που διαβάζω, υπό την επιρροή θετικότατων κριτικών – και όχι άδικα. Με γραφή που ρέει, χαρακτήρες άψογα δομημένους και μια ιστορία που διατρέχει τρεις εποχές, η συγγραφέας κατάφερε να συνθέσει ένα συναρπαστικό βιβλίο που συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα στα καλύτερα της χρονιάς που πέρασε. Ειδική μνεία και για τις εκδόσεις Ίκαρος και την εκδοτική παρουσία τους κατά το 2013 – χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων«, που εξέδωσαν φέτος και που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς. Διαβάστε περισσότερα: http://maga.gr/2013/12/08/10-ke-1-protasis-logotechnias/ Copyright © maga.gr

Γ.Ι. Μπαμπασάκης και Κ. Μαργαρίτης Οι Μπόρχες Μπράδερς προτείνουν βιβλία για τους λάτρεις της ζωγραφικής. Από τον Βαν Γκογκ, τον Σεζάν και τον Μπέικον ως τον Κόντογλου, την Χατζηλουκά και τον Παυλόπουλο. Ζωγραφίζοντας Μόνοι Κάτω Από Το Ηφαίστειο Εγώ ζωγράφος ξεκίνησα να γίνω, αλλά μπερδεύτηκα στην πορεία, από το καβαλέτο πέσαμε στα κόμικς, ύστερα στους διαλόγους για τα κόμικς, κι ύστερα έμειναν σκέτοι οι διάλογοι, και το έριξα στο γράψιμο. Τέλος πάντων, με εικόνες ή νότες ή λέξεις, το θέμα είναι να δουλεύουμε, κατά το δυνατόν χωρίς διαλείμματα. Όπως ο Μπέικον: «Δεν χρειάζομαι διαλείμματα· στην πραγματικότητα κανείς δεν χρειάζεται διαλείμματα. Το διάλειμμα είναι μια ιδέα. Ούτως ή άλλως σιχαίνομαι τις διακοπές». Εξάλλου, άμα το έχεις καημό να κρατήσεις ζωντανή τη συνέχεια, είναι μάλλον αδιανόητο να μην δουλεύεις συνεχώς, και είναι αδιανόητο να μην κοιτάζεις γύρω σου με μια λαίμαργη αμφιβολία, με την αδηφαγία ενός ματιού που διερωτάται και που εμμένει, ακόμα και στον αιώνα της α-ορατότητας, να εντοπίζει τα θαύματα. Χρειάζεται να μείνουμε ανήσυχοι, αδιαλείπτως, τώρα που πάνε να μας κρύψουν την πιο όμορφη θέα. Σημειώνει ο Ντανιέλ Αράς: «Τώρα πια, δεν περνάμε από την αξία της λατρείας του μη ορατού έργου στην αξία της έκθεσης, περνάμε από την αξία της έκθεσης στην αξία του μη ορατού, που είναι η λατρεία της ίδιας της έκθεσης και, κατά βάθος, της κουλτούρας. Δεν πηγαίνουμε πια να αποτίσουμε φόρο τιμής στη ζωγραφική, την οποία πλέον δεν βλέπουμε […] αλλά περισσότερο να αποτίσουμε φόρο τιμής στη σκηνοθεσία της κουλτούρας». Δεν με απασχολεί η κουλτούρα, αλλά η ζωή ως ύψιστη μορφή τέχνης. Με απασχολεί το πάντρεμα, η ένωση, η συναίρεση. Ο Ενεστώτας. Γι’ αυτό αγαπώ τον Σεζάν. «Η φύση και η τέχνη δεν είναι διαφορετικές;» Και ο Σεζάν απαντά: «Θα ήθελα να τις συνενώσω. Η τέχνη είναι μια προσωπική σύλληψη. Τοποθετώ αυτήν τη σύλληψη μέσα στην αίσθηση και ζητώ από τη διάνοια να την οργανώσει σε έργο». Κάθε φορά που τον σκέφτομαι, μου έρχεται να πάρω τα σημειωματάρια και να πάω να σταθώ μπροστά στο Λυκαβηττό, περιγράφοντας τη μεταμόρφωση της πέτρας απ’ το πρωί ως το καταμεσήμερο. Κι έτσι θα περιμένω, επικαλούμενος την ανατίναξη της προοπτικής, και την ανάδυση της αγιογραφίας που συνάζει τα σύμπαντα, και μας τα προσφέρει ως Πρόσωπο. «Οι σπουδαίοι μας κριτικοί τα λένε ανάποδα. Κι ενώ τους πιάνει σεληνιασμός για τον Θεοτοκόπουλο, δεν χωνεύουνε τους Βυζαντινούς απ’ τους οποίους βγήκε. Λένε επαναστάτη τον Greco, ενώ ήτανε συντηρητικός. Συγχίζουνε τον εξυπνάκια με τον γνήσιο, τη γερή ιδιοσυγκρασία με τον σαχλονεωτεριστή: Ο Θεοτοκόπουλος ήτανε ένας απ’ τους άσημους, όπως τους λένε, που φτιάνουνε την παράδοση». Είναι εύκολο να σνομπάρεις τον Κόντογλου –το δύσκολο είναι να τον ακούσεις και να του μιλήσεις, αυτό θέλει κότσια. Φοβάμαι, όμως, ότι οι αγχωμένοι της πρωτοτυπίας, θα ξεμπέρδευαν μαζί του, μ’ εκείνο το αιώνιο «δεν ξέρεις τι λες». «Εγώ, σε μια παρόμοια περίπτωση, δε θ’ άντεχα άλλο χωρίς να κάνω έγκλημα, να μου λένε: “Κύριε Αρτό, δεν ξέρετε τι λέτε”, όπως μου συνέβη τόσο συχνά. Ο Βαν Γκογκ άκουσε να του το λένε. Και απ’ αυτό, έσφιξε στο λαιμό του τον αιμάτινο κόμπο που τον σκότωσε”». Δεν βαριέσαι. Μετά γίνεται μια έκθεση με έργα του, και τότε γυμνώνονται οι μικρές ψυχές αυτών «που παρελαύνουν τώρα μπροστά από τον Βαν Γκογκ, του οποίου την εποχή που ζούσε, αυτοί ή οι πατέρες τους και οι μητέρες τους, στρίψανε καλά το λαρύγγι. Αλλά ένα απ’ αυτά τα βράδια για τα οποία μιλώ, δεν έπεσε μια τεράστια άσπρη πέτρα στη γωνία της λεωφόρου Μαντλέν και της οδού Ματουρέν, σαν να βγήκε από μια πρόσφατη έκρηξη του ηφαιστείου Ποποκατεπέτλ;» //David Sylvester, Η Ωμότητα Των Πραγμάτων. Συζητήσεις Με Τον Francis Bacon, μτφρ. Σπύρος Παντελάκης, Άγρα / Daniel Arrasse, Ιστορίες Ζωγραφικής, μτφρ. Μαρία Μάνδακα, Εστία / Maurice Merleau-Ponty, Η Αμφιβολία Του Σεζάν. Το Μάτι Και Το Πνεύμα, μτφρ. Αλέκα Μουρίκη, Νεφέλη / Φώτης Κόντογλου, Για Να Πάρουμε Μια Ιδέα Περί Ζωγραφικής, Αρμός / Antonin Artaud, Βαν Γκογκ, Ο Αυτόχειρας Της Κοινωνίας, μτφρ. Δέσποινα Ψάλλη, Αιγόκερως. KM * * * Προσοχή, Χρώματα! Ο ζωγράφος Ντέργουατ, μες στις απάτες του Τομ Ρίπλεϋ, να τον υποδύεται ο μέγας Νίκολας Ρέι στον θρυλικό Αμερικανό Φίλο του Βιμ Βέντερς. Τον έχει πλάσει με τη φαντασία της και μας τον έχει δωρίσει η Πατρίσια Χάισμιθ. Οι απάτες σχετικά με πίνακες του Ντέργουατ και η εμπλοκή του Ρίπλεϋ με την Γκαλερί Μπακμάστερ του Λονδίνου φτάνουν μέχρι την Ελλάδα, την Αθήνα και την Ικαρία στα χρόνια της δικτατορίας. «Ήταν πέντε το πρωί όταν έφτασαν στον Πειραιά. Ο καπετάν Αντωνίου ήταν ζαλισμένος από τη χαρά του, τα χρήματα, την κούραση ή το ούζο», διαβάζουμε στη σ. 264 του μυθιστορήματος Ο Ρίπλεϋ κάτω απ’ το χώμα. Η ζωγράφος Λουίζ Χατζηλουκά, που μας φέρνει στο νου τον Γιώργο Χατζημιχάλη και τον Στέλιο Παπαλουκά, μες στους λαβυρίνθους του μυθιστορήματος Απαραίτητο Φως της Ντορίνας Παπαλιού, όπου οι γνώσεις της ζωγραφικής, η σύγχρονη ελληνική ιστορία, το μυστήριο και οι απώλειες, προπάντων όμως οι διαλεκτικές ίνες που ελίσσονται από το μέλλον στο παρελθόν κι από κει στο παρόν, συνθέτουν ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Η ζωγράφος Λουίζ Χατζηλουκά, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς με την κατηγορία της κατασκοπίας τον Μάιο του 1944, νεότατη, και που σύμφωνα με την επιμελήτρια και ιστορικό τέχνης Μαριλίζα Σουρέλη (τα ονόματα που επινοεί η Παπαλιού είναι λαμπρά, θα συναντήσετε κι έναν Σπηλιόπουλο) άλλο δεν έκανε από το να παλεύει για μιαν ισορροπία ανάμεσα στο χρώμα και στο φως, «Εκεί με βρίσκει η ματιά της. Κι όλα αυτά μέσα σε μια δεκαετία, με περίπου τριακόσια έργα που μας είναι γνωστά. Αυτό όμως που πετυχαίνει στα έργα της πάνω απ’ όλα, θα έλεγα πως είναι ο επαναστοχασμός της πραγματικότητας». Ο ζωγράφος Αμεντέο Μοντιλιάνι, που τον λάτρεψε η Ζαν Εμπιτέρν στα δεκαεννιά της, το 1917, για να τον χάσει και να χαθεί και ίδια μόλις τρία χρόνια αργότερα, μέσα από το ημερολόγιό της όπως το φαντάστηκε η συγγραφέας Φρανς Υζέρ. «Πήρα ένα μολύβι και, σαν εσένα, άρχισα κι εγώ να σχεδιάζω: ήθελα να κατακτήσω ως και την ανάσα σου». Ο ζωγράφος Giorgione και το έργο του Οι Τρεις Φιλόσοφοι στο πόνημα του Francis Haskel, Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης όπου παρακολουθούμε, σαν να διαβάζουμε συναρπαστικό μυθιστόρημα την περιπέτεια που οδήγησε στην έκδοση του πρώτου βιβλίου τέχνης. Θα δούμε εδώ και πώς κάποιες κρίσιμες κινήσεις ή χειρονομίες αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο δεξιωνόμαστε τα έργα τέχνης αλλά και τη γεωγραφία των δυνάμεων που καθορίζουν την ιστορία της τέχνης. «Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι η Ρώμη ως το βασικό εκδοτικό κέντρο των βιβλίων τέχνης αντικαταστάθηκε από το Παρίσι, οφείλεται στην ξαφνική και καινοφανή σημασία που απέκτησε το τελευταίο, στα 1720, ως κέντρο της μεγάλης ιταλικής τέχνης», διαβάζουμε στη σ. 37. Ο ζωγράφος Τάσος Παυλόπουλος γράφει, και μάλιστα γράφει πολύ καλά. «Η Τέχνη είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Κόβεις το αυτί σου και ξεμπερδεύεις», αποφαίνεται ο καλλιτέχνης! / /Patricia Highsmith, Ο Ρίπλεϋ κάτω απ’ το χώμα, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα / Φρανς Υζέρ, Το κορίτσι με το πορτοκαλένιο χείλι, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο / Francis Haskel, Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης, μτφρ. Παναγιώτης Ιωάννου, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / Τάσος Παυλόπουλος, Happy Days, Εκδόσεις Τέχνης Οίστρος. Όλα είναι Χρώμα, Andro.gr

Παρουσίαση του μυθιστορήματος της Ντορίνας Παπαλιού από τον Τεύκρο Μιχαηλίδη Στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, σήμερα, 75 χρόνια μετά, περιμένουμε να χυθεί Το Απαραίτητο Φως. Στη δράση και τις διασυνδέσεις των αντιστασιακών οργανώσεων κατά την περίοδο της Κατοχής επιβάλλεται να χυθεί Το Απαραίτητο Φως. Στην τύχη των εκατοντάδων (ή χιλιάδων) έργων τέχνης που έκλεψαν οι Γερμανοί από τις κατεχόμενες χώρες, χρειάζεται να χυθεί Το Απαραίτητο Φως. Στις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις ενός καλλιτέχνη με τους ομότεχνούς του και τον κοινωνικό του περίγυρο είναι ενδιαφέρον να χύνεται Το Απαραίτητο Φως. Στη δύσκολη εφηβεία ενός κοριτσιού από χωρισμένη οικογένεια και στη σχέση του με τον καθένα από τους γονιούς του είναι πάντοτε χρήσιμο να χύνεται Το Απαραίτητο Φως… Τρεις χαρακτήρες, τρεις άνθρωποι από τρεις διαφορετικές εποχές, δυο γυναίκες κι ένας άνδρας, αποτελούν τον καμβά του εξαιρετικού μυθιστορήματος που μας χάρισε πρόσφατα η Ντορίνα Παπαλιού το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Ένας ζωγράφος από τα τέλη του 19ου αιώνα, μια ηρωίδα της αντίστασης και μια νέα γυναίκα του καιρού μας είναι οι κεντρικοί ήρωες γύρω από τους οποίους στρέφεται η αφήγηση. Από το 2006, πίσω στο 1940 κι ακόμα πιο πίσω στο 1888 όταν ένας ζωγράφος της σχολής της Γλασκόβης βρίσκει Το Απαραίτητο Φως για να ζωγραφίζει την αυτοπροσωπογραφία του. Τι έγινε στ’ αλήθεια αυτός ο πίνακας; Κίνησε από τη νότια Γαλλία, ταξίδεψε στην Αφρική, στάθμευσε στην Αθήνα κι ύστερα πήγε ένας θεός ξέρει πού αλλού, περνώντας μέσα από τα μονοπάτια της προδοσίας, της εξαγοράς, του εκβιασμού. Για να μας δώσει αυτή τη συνταρακτική ιστορία που εκτείνεται σε μια περίοδο 120 περίπου ετών, η Παπαλιού μάζεψε άφθονο ιστορικό υλικό και το διαχειρίστηκε με θαυμαστή μαεστρία: σε κανένα σημείο δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο του μυθιστορήματος, παρόλο που πέρα από αυτό είναι μια θαυμαστή και με σοφή δοσολογία ιστορική αφήγηση κι ένα δοκίμιο πάνω στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Με τέχνη περισσή έχτισε η Παπαλιού τους χαρακτήρες της: τη Λουίζ που η φύτρα της βαστάει από παντού αλλά που η ίδια είναι δεμένη με την μια και μοναδική πόλη που υιοθετεί ως «την πόλη της» – τόσο δεμένη που προτιμά να χάσει τη ζωή της παρά να την εγκαταλείψει. Ο αναγνώστης θα τη λατρέψει αμέσως καθώς θα τριγυρίζουνε μαζί στους δρόμους της Αθήνας του ’40 και θα επισκέπτονται κτήρια που έχουν πάψει από καιρό να υπάρχουν. Στον αντίποδα της Λουίζ, η Λουίζα, η εγγονή της. Στριμμένη, εσωστρεφής, ανίκανη να ερωτευτεί, φορτωμένη βαρίδια από την παιδική της ηλικία, αρχικά θα μας ξενίσει. Σιγά σιγά θα τη γνωρίσουμε, θα την καταλάβουμε, ίσως και θα την αγαπήσουμε. Ο τρίτος ήρωας, ο «διάσημος Σκωτσέζος ζωγράφος», αν και σπάνια εμφανίζεται «λάιβ» είναι πανταχού παρών. Στην αρχή κυριαρχεί το μυστήριο της τύχης του έργου του: ποιος το πήρε, με ποιους όρους και τι απόγινε. Σταδιακά όμως αποκαλύπτεται ένα δεύτερο μυστήριο: πώς δημιουργήθηκε αυτό το έργο, μοναδικό, ξεχωριστό, ολότελα διαφορετικό απ’ όλες τις άλλες δημιουργίες του; Οι κύριοι χαρακτήρες περιστοιχίζονται από μια σειρά έξυπνα διαλεγμένους και περίτεχνα χτισμένους «δευτεραγωνιστές» που έρχονται να χρωματίσουν και να ζωντανέψουν το σκηνικό της κάθε εποχής: Ο γιος της Λουίζ και πατέρας της Λουίζας, ο Πέτρος, ο εξ απορρήτων του, η Ίρις, η παιδική φίλη της Λουίζας και η αντίστοιχη Δάφνη, η φίλη της Λουίζ, ο τραυματίας της Αλβανίας Κώστας Σαββίδης, όλοι τους επιδέξια τοποθετημένοι σ’ έναν υπέροχο πίνακα ζωγραφικής, φωτισμένο κι αυτόν με Το Απαραίτητο Φως. Διαβάζοντας κάποιος το μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού, απολαμβάνοντας την αβίαστη ροή του λόγου, την εναλλαγή των σκηνών, την τεκμηρίωση, τον προβληματισμό, τις συνεχείς ανατροπές θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει «έργο ζωής». Εγώ είμαι πιο αισιόδοξος: Περιμένω στα επόμενα χρόνια ένα έργο το ίδιο μεστό, ζωντανό και απολαυστικό. Μέχρι τότε, διαβάζω και ξαναδιαβάζω Το Απαραίτητο Φως και σε κάθε ανάγνωση ανακαλύπτω κάτι καινούργιο.

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ Τι σύμπτωση! Λίγο πριν ξεσπάσει στη Γερμανία το σκάνδαλο Γκούρλιτ που έμελλε να φέρει ξανά στο διεθνές προσκήνιο τη λεηλασία από τους ναζί εκατοντάδων χιλιάδων έργων τέχνης μεταξύ 1935-1945, κυκλοφόρησε στη χώρα μας ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με «πρωταγωνιστή» έναν πολύτιμο πίνακα που υποτίθεται πως είχε δοθεί σε Γερμανό αξιωματούχο επί Κατοχής ως αντάλλαγμα για τη ζωή μιας Αθηναίας, καταδικασμένης για την αντιστασιακή της δράση. Ο λόγος, για το «Απαραίτητο φως» της Ντορίνας Παπαλιού (εκδ. Ικαρος), με το πλούσιο πραγματολογικό υλικό που αφομοιώνεται δεξιοτεχνικά στις σελίδες του βιβλίου. Γι’ αυτό ειδικά το κομμάτι της πλοκής που σχετίζεται με τα έργα τέχνης που εξαφανίστηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από ποια βιβλία κυρίως άντλησε πληροφορίες η συγγραφέας; Διόλου συμπτωματικά το πρώτο όνομα που μας αναφέρει η Παπαλιού είναι αυτό του Ελληνοαμερικανού καθηγητή Ιστορίας Τζόναθαν Πετρόπουλος, συστηματικού μελετητή επί μια εικοσιπενταετία της σχέσης των εθνικοσοσιαλιστών με την τέχνη, το βιβλίο του οποίου «The Faustian Bargain» («Το παζάρι του Φάουστ») στάθηκε για την ίδια «πραγματική πηγή έμπνευσης». Εδώ ο Πετρόπουλος επιχειρεί να συλλάβει την ψυχολογία εκείνων των ιστορικών τέχνης, των επιμελητών εκθέσεων, των κριτικών ή των διευθυντών μουσείων που πούλησαν την ψυχή τους στους ναζί, διψασμένοι για αναγνώριση, πλούτο και εξουσία, και οι οποίοι, στη συνέχεια, μολονότι εγκληματίες, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά ανακατέλαβαν τα πόστα που είχαν πριν τον πόλεμο… Αξιοσέβαστος τεχνοκριτικός ήταν πριν την άνοδο του ναζισμού κι ο εβραϊκής καταγωγής Χίλντεμπραντι Γκούρλιτ, σύμφωνα με το πολύκροτο ρεπορτάζ του «Focus», ο οποίος την περίοδο του Γ’ Ράιχ απέκτησε σε εξευτελιστικές τιμές από κυνηγημένους εβραίους σημαντικό μέρος της συλλογής που εντοπίστηκε πρόσφατα στο διαμέρισμα του υπερήλικα γιου και κληρονόμου του, Κορνήλιου, στο Μόναχο. Μετά τον πόλεμο, όμως, εμφανιζόταν ως σωτήρας των ομοθρήσκων του και προστάτης των «εκφυλισμένων» ζωγράφων και ουδέποτε λογοδότησε για οτιδήποτε. Το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές κράτησαν κρυφή την ιστορία επί δύο σχεδόν χρόνια στηλιτεύτηκε δεόντως από τον Τζόναθαν Πετρόπουλος, που, ως ειδικός, κλήθηκε από όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία να σχολιάσει την υπόθεση. Σφορδές ήταν όμως και οι αντιδράσεις του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συμβουλίου, με αποτέλεσμα από την περασμένη Δευτέρα ν’ ανοίξει ένα παραθυράκι στον περίφημο «θησαυρό των ναζί»: στον ιστότοπο www.lostart.de της ομοσπονδιακής υπηρεσίας για τα χαμένα έργα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ήδη αναρτηθεί φωτογραφίες 25 από τους 1.406 πίνακες που βρέθηκαν – ανάμεσά τους έργα των Σαγκάλ, Ντελακρουά, Οτο Ντιξ και Ματίς. Μαρτυρίες εβραίων Ενα άλλο βιβλίο που στάθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στην Ντορίνα Παπαλιού είναι το -επίσης αμετάφραστο στα ελληνικά- «The lost museum» του πορτορικανής καταγωγής Αμερικανού ιστορικού Εκτορ Φελιτσιάνο. «Σ’ αυτό», λέει, «υπάρχουν άφθονες μαρτυρίες εβραίων, κι είναι εντυπωσιακό πόσες διαφορετικές ιστορίες κρύβονται πίσω από κάθε περίπτωση. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν στον πόλεμο τα πάντα, ένα έργο τέχνης, πέρα από την οικονομική του αξία, είναι ίσως το μοναδικό αντικείμενο που μπορεί να τους συνδέσει με το χαμένο παρελθόν τους». Ο Φελιτσιάνο είχε πρόσβαση σε γερμανικά αρχεία και υπήρξε συνομιλητής πολλών γαλλικών οικογενειών, όπως οι Ρότσιλντ ή οι Ρόζενμπεργκ, οι συλλογές έργων τέχνης των οποίων λεηλατήθηκαν από τους ναζί. Οι υπεύθυνοι όμως των γαλλικών μουσείων δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να συνεργαστούν μαζί του, απρόθυμοι να θέσουν υπό αμφισβήτηση το ιδιοκτησιακό καθεστώς των έργων που τα μουσεία είχαν αποκτήσει αμέσως μετά την απελευθέρωση. «Απ’ ό,τι έχω καταλάβει», λέει η Παπαλιού, «στην Ελλάδα δεν είχαμε ανάλογα περιστατικά». Σε παλιότερες δηλώσεις του, το ίδιο υποστήριζε κι ο Τζόναθαν Πετρόπουλος – ότι η πολιτιστική λεηλασία που υπέστη η Ελλάδα ήταν σχετικά μικρή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρόσφατα εντούτοις δήλωσε στα «Νέα» ότι έργα τέχνης σαν αυτά που ανακαλύφθηκαν στο Μόναχο θα μπορούσαν να έχουν αρπάξει οι Γερμανοί επί Κατοχής κι από εβραίους στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τη Ρόδο. Γεγονός ωστόσο είναι πως καμιά σχετική καταγγελία δεν έχει αναφερθεί στο Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδας. Οπως δήλωσε στην «Ε» ο γενικός του γραμματέας Βίκτωρ Ελιέζερ, «δεν έχουμε δεχτεί ώς τώρα τέτοιο αίτημα διεκδίκησης». Τις τελευταίες μέρες συγκροτήθηκε στη Γερμανία μια επιτροπή αποτελούμενη «από τουλάχιστον έξι εμπειρογνώμονες», η οποία υπό την εποπτεία της υφυπουργού Πολιτισμού Ινγκεμποργκ Μπέργκεεν-Μέρκελ θα ερευνήσει την προέλευση των έργων της συλλογής Γκούρλιτ. Απ’ ό,τι φαίνεται, γύρω στα 380 από αυτά είχαν αφαιρεθεί νομίμως από διάφορα μουσεία ως δείγματα «εκφυλισμένης τέχνης», πράγμα που σημαίνει ότι ο κληρονόμος της συλλογής -τον οποίο συνέλαβε ο φακός του «Paris Match» να κάνει ελεύθερος τα ψώνια του στο Μόναχο- θα μπορούσε κάλλιστα να τα επανακτήσει. Η προέλευση όμως των υπολοίπων πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς, ώστε να επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. «Βάσει της νεότερης νομοθεσίας», όπως αναφέρει κι η Παπαλιού στο μυθιστόρημά της, «καμία πώληση έργων τέχνης σε Γερμανούς στα χρόνια του πολέμου δεν θεωρείται πλέον έγκυρη, μια και οι ιδιοκτήτες τους μπορεί να είχαν υποχρεωθεί με ποικίλους τρόπους να παραδώσουν τα έργα τους». Υπάρχει όμως κι άλλη μία σύμπτωση. Η αναζήτηση έργων τέχνης που είχαν κατασχεθεί από τους ναζί, και μάλιστα από μια στρατιωτική μονάδα αποτελούμενη από διευθυντές μουσείων, συντηρητές και ιστορικούς τέχνης, αποτελεί και το θέμα του «The monuments men», της καινούργιας ταινίας του Τζορτζ Κλούνι. Θρίλερ γυρισμένο στη Γερμανία, με πρωταγωνιστές τους Ματ Ντέιμον, Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Κέιτ Μπλάνσετ και τον ίδιο τον Κλούνι, θα προβληθεί στις ΗΠΑ στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ η ευρωπαϊκή του πρεμιέρα θα γίνει τον ίδιο μήνα στο 64ο Φεστιβάλ Βερολίνου. Καλύτερο τάιμινγκ για την προώθησή της δεν θα μπορούσε να υπάρξει!

Ονόματα: Ακούγονται ξανά και ξανά, και ολοένα και περισσότερο. Και δικαίως. Δικαίως διότι έχουν ταλέντο και το καλλιεργούν, έχουν ταλέντο και το δουλεύουν γερά, δεν το αφήνουν να εξαχνωθεί, να σβήσει μες στη φιλαρέσκεια, μες στην απατηλή άνεση να χαθεί. Ονόματα: Ευγενία Μπογιάνου, , Κάλλια Παπαδάκη, Μαρία Φακίνου, Ελισάβετ Χρονοπούλου, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ελεάννα Βλαστού, Βασιλική Ηλιοπούλου, Ντορίνα Παπαλιού. Γράφουν βιβλία που συζητιούνται, βιβλία που ήρθαν για να μείνουν, βιβλία που πλουτίζουν το νοητικό μας οπλοστάσιο και τιμούν την ευαισθησία μας. Είναι παιδιά, ξαδέρφια, ανίψια ή παιδιά της Μαρίας Μήτσορα και της Φρίντας Λιάππα. Ντορίνα Παπαλιού: «Ποιος ήταν αυτός ο Σαββίδης και γιατί είχε στην κατοχή του τη φωτογραφία της Λουίζ με τον πίνακα, ο πατέρας της δεν το ανέφερε στην αίτηση. Ούτε εξήγησε ο πατέρας της στη Μόντεγκιου το πώς ακριβώς έφτασε η φωτογραφία αυτή από τον Σαββίδη στα χέρια του. Δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αίτηση, υπέθεσε η Λουίζα. Και συνέχισε να διαβάζει παρακάτω, το δεύτερο και το πιο κρίσιμο σκέλος της αίτησης, την ιστορία της κλοπής του πίνακα». Πολλές ερωτήσεις, πολλές έρευνες, πολλές αναζητήσεις, πολλές απαντήσεις. Πολλές περιπλανήσεις στο τότε και στο τώρα, στην ιστορία και στο νυν. Η Ντορίνα Παπαλιού αισθάνεται, και αυτή, όπως και αρκετοί από εμάς που θέλουμε με το χαρτί και το μολύβι να εναντιωνόμαστε στη λήθη, την ανάγκη να εκδράμει στο παρελθόν και να ανακαλύψει εκεί τις ρίζες όσων ταλανίζουν ή σώζουν το παρόν. Το Απαραίτητο Φως (εκδ. Ίκαρος) συμβάλλει στην αυτογνωσία μας. Με τρόπο τερπνό, φυσικά, όπως αρμόζει σε ένα μυθιστόρημα, και δη πολυσέλιδο: με σασπένς στα δρώμενα και με γράψιμο cool, άνετο, ενίοτε αποστασιοποιημένο συναισθηματικά, αλλά πάντα κοντά στα πρόσωπα και στα γεγονότα (μου θύμισε το στυλ του μεγάλου ηθοποιού Ντερκ Μπόγκαρντ όταν έγραφε ωραιότατα μυθιστορήματα τη δεκαετία του ογδόντα). Θα επανέλθουμε στο Απαραίτητο Φως, το οποίο σήμερα παρουσιάζεται στον Ιανό, από τον έγκριτο αθηναιολόγο Νίκο Βατόπουλο, τον πολιτικό επιστήμονα Νίκο Μαραντζίδη και την εικαστικό Κατερίνα Ζαχαροπούλου. «Η φωνή της, μουσική στ’ αυτιά του, η φωνή της που τόσο πολύ του είχε λείψει, είχε αρχίσει την αφήγηση σε αντάντε, είχε περάσει σε αλέγκρο και τώρα η παύση της, σαν να έπεσε σε λάθος στιγμή, άφηνε το στακάτο από τα γρήγορα βήματά της, με τα ψηλά τακούνια που φορούσε, έτσι όπως χτυπούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο, να ακούγονται παράφωνα». Πηγή: www.lifo.gr

Η Ντορίνα Παπαλιού ένιωθε από παιδί την ανάγκη να εκφραστεί γράφοντας, αλλά «την καταπίεζα», όπως ομολογεί. «Επειδή και οι δύο γονείς μου ασχολούνταν με τον κινηματογράφο, με τρόμαζε η ανασφάλεια της δημιουργικότητας και ό,τι έγραφα το πέταγα, χωρίς να το έχει διαβάσει κανείς». Να όμως που στα 30 της έβαλε τις ακαδημαϊκές της περγαμηνές στην άκρη -έχει σπουδάσει νευροβιολογία, ιστορία και ανθρωπολογία στις ΗΠΑ και τη Βρετανία- κι ώς τα 40 υπέγραψε πέντε ιστορίες για παιδιά, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σαν κόμικς, το «Γκάτερ», και «Το απαραίτητο φως» που εκδίδεται τώρα από τον «Ικαρο». Ογκώδες -πάνω από 600 σελίδες- και με πλοκή αριστοτεχνικά δομημένη, το νέο της βιβλίο κρύβει πίσω του ολόκληρη βιβλιοθήκη, καθώς σημαντικό μέρος του διαδραματίζεται στην Κατοχή, ενώ τα πλοκάμια του απλώνονται από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μιας ομάδας πρωτοπόρων Σκοτσέζων ζωγράφων του 19ου αιώνα ώς αυτές των εκπροσώπων της Γενιάς του ’30, και από τη δράση ελληνικών και βρετανικών αντιστασιακών οργανώσεων ώς τις αναζητήσεις έργων τέχνης που κλάπηκαν κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Πράγματι», λέει, «διάβασα πολύ, όχι μόνο πριν το ξεκινήσω, αλλά κι όσο καιρό το δούλευα, ώστε να καταλάβω τι συνέβαινε σε περιόδους που δεν ζούσα, να μπω στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε και να μπορώ να τοποθετήσω ιδεολογικά τους ήρωές μου». Ο χαμένος πίνακας Μολονότι βασισμένο σε τόσες ιστορικές πληροφορίες, το «Απαραίτητο φως» δεν θυμίζει στιγμή εγκυκλοπαιδικό ανάγνωσμα. Με τις πιο απλές λέξεις του κόσμου, η Παπαλιού αφηγείται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες -η μία σύγχρονη, η άλλη από τα χρόνια του ’40- και κρατώντας ώς το τέλος αμείωτο το σασπένς, φωτίζει το μυστήριο που καλύπτει τα ίχνη ενός χαμένου πίνακα. Φιλοδοξία της ήταν να εξερευνήσει ουσιαστικά το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτά που συμβαίνουν και αυτά που μεταφέρονται έπειτα γραπτά ή προφορικά, τις σχέσεις της απώλειας με τη μνήμη, τους εύθραυστους δεσμούς που ενώνουν το παρελθόν με το σήμερα. Κι έπειτα από τριάμισι χρόνια δουλειάς, υπό την πειθαρχία που είχε αποκτήσει ως πρωταθλήτρια της ιππασίας στην εφηβεία της, τα κατάφερε και με το παραπάνω. Το «Απαραίτητο φως» ανοίγει με την άφιξη από την Οξφόρδη στην Αθήνα της ανθρωπολόγου Λουίζας Λασκαράτου, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με το τελευταίο «μήνυμα» που πρόλαβε να της αφήσει ο πατέρας της πριν από τον ξαφνικό θάνατό του: μια φωτογραφία με τη μοναδική αυτοπροσωπογραφία του φημισμένου Σκοτσέζου ζωγράφου, που ήταν ο προπάππος της. Μια φωτογραφία όπου, πέρα από τον πίνακα, απαθανατίζεται σε νεαρή ηλικία και η γιαγιά της ηρωίδας, η Λουίζ Χατζηλουκά, επίσης ζωγράφος, μαθήτρια -μυθιστορηματική αδεία- του Παρθένη προπολεμικά και γητεμένη από το αττικό φως ώς το μεδούλι, η οποία είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς παραμονές των Δεκεμβριανών, με την κατηγορία της κατασκοπίας. Παιδί χωρισμένων γονιών, με απέχθεια προς τη μητέρα της και ανομολόγητη αδυναμία στον πατέρα της, τον οποίο δεν είχε χορτάσει ποτέ της, η Λουίζα Λασκαράτου κουβαλά σαν φυλαχτό την ιστορία του συγκεκριμένου πίνακα. Την άκουγε μικρή από τα χείλη του μπαμπά της αντί γι’ άλλο παραμύθι, μαθαίνοντας έτσι και την πολυκύμαντη ιστορία των προγόνων της με τις σκοτσέζικες και μικρασιάτικες ρίζες. Οπως σύντομα θα διαπιστώσει, η ιστορία του εξαφανισμένου από το ’44 πίνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκτέλεση της γιαγιάς της. Και με τη βοήθεια ενός νεαρού δικηγόρου που λάτρευε να μισεί, επειδή θεωρούσε ότι καρπωνόταν την αγάπη του πατέρα της που της αναλογούσε, θα ριχτεί σε μια περιπέτεια που θα κλονίσει όλες τις βεβαιότητες που έτρεφε. Το «ηρωικό» παραμύθι των παιδικών της χρόνων θ’ αποδειχτεί πως φέρει πολλές σκιές. Η αποκάλυψη όμως της αλήθειας θα τη λυτρώσει. Ερωτας και πόλεμος Η Ντορίνα Παπαλιού ανήκει σε μια «ανιστόρητη γενιά» ως προς τα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Σήμερα πάντως είναι σίγουρη: «Αν είχες ψυχή, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνεις ουδέτερος εκείνα τα χρόνια. Το στρατόπεδο πάντως που διαλέγει κανείς πιστεύω πως εξαρτάται κυρίως από τα βιώματά του». Η αστικής καταγωγής Λουίζ Χατζηλουκά, η ηρωίδα με την οποία ταυτίζεται περισσότερο η ίδια, από το ξέσπασμα κιόλας του ελληνοϊταλικού πολέμου παραμερίζει τη ζωγραφική και διοχετεύει όλη της την ενέργεια στη φροντίδα των τραυματισμένων φαντάρων στο νοσοκομείο που είχε στηθεί στους χώρους του Αρσακείου. Εκεί είναι που θα γνωρίσει έναν άντρα αλεξανδρινής καταγωγής που διατηρεί επαφές με τη βρετανική οργάνωση SOE και με κίνδυνο της ζωής της θα τον βοηθήσει στην αντιστασιακή του δράση. Η ερωτική έλξη που νιώθουν μεταξύ τους έρχεται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις απαιτήσεις του αγώνα, αλλά το γαλάζιο βλέμμα της Χατζηλουκά στην περίφημη φωτογραφία όπου ποζάρει μπροστά στην αυτοπροσωπογραφία του παππού της, αυτό τον άντρα αντικρίζει. Και είναι -αλίμονο- αυτό το βλέμμα, πειστήριο του έρωτά της, που θα την οδηγήσει μια ώρα αρχύτερα στο απόσπασμα… Δεν χρειάζεται ν’ αποκαλύψουμε περισσότερα. Η αναζήτηση του χαμένου πίνακα στο «Απαραίτητο φως» είναι το ιδανικό όχημα για να ταξιδέψουμε στη Γλασκόβη, στη Σμύρνη, στην κατοχική Αθήνα, αλλά και στην Αρλ, όπου και το «κίτρινο σπίτι» του Βαν Γκογκ, να προσεγγίσουμε το αίτημα της αυθεντικότητας στην τέχνη, αλλά και το αίτημα της αγάπης που εκφράζουν σχεδόν όλοι οι ήρωες του βιβλίου, και να ευχηθούμε να μη ζήσουμε ποτέ ξανά τόσο βίαιους καιρούς σαν αυτούς που ζωντανεύει η Παπαλιού με τη λιτή, κινηματογραφική γραφή της. Ο Απόστολος Δοξιάδης άραγε, με τον οποίο είναι παντρεμένη από 23 χρόνων, πόσο στενά παρακολούθησε τη δημιουργία του μυθιστορήματός της; «Στο σπίτι μας», απαντά, «είναι κανόνας να μη μιλάει κανείς για τα γραπτά του μέχρι να τα ολοκληρώσει. Οποτε ήμουν σε απόγνωση, όμως, φρόντιζε πάντα να με καθησυχάζει. Αυτό του χρωστάω, την απόλυτη εμπιστοσύνη!». Η Γενιά του ’30 στην Αντίσταση

ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στο δικηγορικό γραφείο για να συναντήσει τον Πέτρο. Κι αυτό όχι επειδή τον επιθύμησε, αλλά επειδή χρειαζόταν δυστυχώς τη βοήθειά του για να διεκπεραιώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα αυτό το οποίο είχε αποφασίσει: να πουλήσει το διαμέρισμα του πατέρα της. Η ζωή της ήταν πια αλλού, το σπίτι του πατέρα της σύμβολο μιας ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Ήθελε να ξαναφύγει το συντομότερο, την επομένη αν γινόταν, από τον κόσμο που είχε αφήσει εδώ και χρόνια πίσω της και που τώρα, με έναν παράδοξο τρόπο, μέσα από τις κασέτες και τη φωτογραφία που της άφησε ο πατέρας της, ήταν σαν να προσπαθούσε να χωθεί ξανά στη ζωή της, προκαλώντας της μια βαθιά αίσθηση νοσταλγίας για εκείνον που δεν ήταν πια εκεί, γεμίζοντάς την με ενοχές για την απόμακρη στάση που επέλεξε να κρατήσει απέναντί του, για την αποτυχία της να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα όταν ακόμα ήταν αυτό δυνατόν. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Αυτή την περίοδο, άλλωστε, της είχε ανατεθεί το στήσιμο μιας νέας έκθεσης με αφρικανικά εκθέματα στη μικρή αίθουσα του μουσείου ανθρωπολογίας Pitt Rivers, στην Οξφόρδη. Ο χρόνος πίεζε να επιστρέψει. Η νεαρή ασκούμενη δικηγόρος που της άνοιξε την πόρτα την ενημέρωσε με την αφόρητη, τσιριχτή φωνή της πως ο «κύριος Πέτρος» θα αργούσε λιγάκι, γιατί είχε κάποιο εφετείο. Θα τον περίμενε λοιπόν, της είπε η Λουίζα και προχώρησε. Αντίθετα όμως από την προηγουμένη, που δεν είχε τολμήσει ούτε να πλησιάσει τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου του πατέρα της, τώρα την άνοιξε και μπήκε χωρίς δισταγμό, με μια πρωτόγνωρη περιέργεια. Μέσα στην ησυχία του γραφείου του τίποτα δεν της θύμιζε τον πατέρα της. Ελάχιστες φορές τον είχε επισκεφθεί εδώ και δεν είχε μια συγκεκριμένη εικόνα του μέσα στο χώρο – ήταν ένα δωμάτιο χωρίς μνήμες. Δεν της άρεσε να έρχεται εδώ, δεν το συμπαθούσε καθόλου το γραφείο του, για την ακρίβεια το μισούσε. Τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας ήταν ο πιο περίτρανος εχθρός της, εκεί κατοικούσε ο δράκος που την κατατρόπωνε με ένα του φύσημα μονάχα, καθώς εκείνη το έβαζε στα πόδια πριν καν αρχίσει η μάχη. Κάθισε στην καρέκλα του πατέρα της και ασυναίσθητα εστίασε στη σβηστή οθόνη του υπολογιστή του. Ήταν μεσημέρι και η αϋπνία, παρά τους δυνατούς καφέδες που είχε πιεί, της είχε φέρει μια ελαφριά ζαλάδα. Όλη νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνη ακούγοντας τις κασέτες μέχρι να τις ολοκληρώσει. Οι εξιστορήσεις των ανθρώπων αυτών, οι διαφορετικές αλλά παρόμοιες εκδοχές της ίδιας ιστορίας, της σύλληψης και της εκτέλεσης τής Λουίζ Χατζηλουκά, δεν την είχαν νανουρίσει. Δεν ήταν αυτός άλλωστε ο σκοπός των αφηγητών τους. Δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο τη γλαφυρότητα της περιγραφής του πατέρα της, έτσι όπως τον θυμόταν να της αφηγείται αυτό το κομμάτι της ιστορίας, που αφορούσε τα χρόνια της Κατοχής: τη γιαγιά και τον παππού της να κάνουν πράξεις ηρωικές που άγγιζαν τα όρια του φανταστικού, που θύμιζαν περισσότερο χαρακτήρες υπερηρώων από αμερικάνικα κόμικς παρά πραγματικούς ανθρώπους, κατακτώντας έτσι την προσήλωσή της και κερδίζοντας το θαυμασμό της, τόσο για τους πρωταγωνιστές, όσο και για εκείνον που της έλεγε την ιστορία τους. Περιείχαν όμως κάτι άλλο οι αφηγήσεις στις κασέτες, μια νέα, πιο ακριβή, αρκετά όμως διαφορετική ιστορία. Η έκπληξη που ένιωσε ύστερα από τις μαρτυρίες που άκουσε ήταν μεγάλη. Μέχρι την προηγουμένη, τα ελάχιστα που γνώριζε η ενήλικη Λουίζα ως αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα για τους γονείς του πατέρα της ήταν πως η Λουίζ Χατζηλουκά είχε συλληφθεί και εκτελεστεί από τους Γερμανούς το Μάιο του 1944, για τον ενεργό ρόλο της στην Αντίσταση. Ο άντρας της, ο δικηγόρος Αλέξης Λασκαράτος, που με τις επαφές του έκανε ό,τι μπόρεσε για να τη σώσει, είχε σκοτωθεί από αδέσποτη σφαίρα στους δρόμους της Αθήνας λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του ’44. Οι ημερομηνίες ήταν χαραγμένες πάνω στον τάφο τους και στο μυαλό της. Όσο για τον πίνακα της ιστορίας της, τον συνδετικό κρίκο στην οικογενειακή αυτή σάγκα που άρχιζε με τη ζωή του παππού τής Λουίζ Χατζηλουκά, του ζωγράφου Τζόναθαν Ντόντσον, κάπου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στη Γλασκόβη, και τελείωνε τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα, με το θάνατο τής Λουίζ Χατζηλουκά και του Αλέξη Λασκαράτου, αυτό που ήξερε η Λουίζα ήταν πως είχε κατά πάσα πιθανότητα κλαπεί από τους Ναζί, όταν συνέλαβαν τη γιαγιά της. Μέσα από τις κασέτες που άκουσε, όμως, η αλήθεια για το τι συνέβη στους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά και στον πίνακα, γινόταν πιο συγκεκριμένη. Η Λουίζ Χατζηλουκά είχε συλληφθεί για κατασκοπία από τους Γερμανούς το Μάρτιο του ’44, σε μια αποθήκη, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Ύστερα από δύο μήνες κράτησης στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο στο Χαϊδάρι, η Λουίζ εκτελέστηκε. Ο Αλέξης Λασκαράτος, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες, είχε καταφέρει να σώσει πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα τα χρόνια της Κατοχής, με τις επαφές του ως διαπρεπούς δικηγόρου, έκανε πράγματι ό,τι ήταν δυνατόν για να τη σώσει. Δεν ήταν όμως αυτά πράξεις υπερηρωικές, προσπαθώντας, όπως φανταζόταν μικρή η Λουίζα, να την απαγάγει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως με διάφορους απίθανους τρόπους. Χρησιμοποίησε αρχικά τις επαφές του, αλλά όταν αυτές δεν απέδωσαν κατέφυγε σε μια πολύ συγκεκριμένη πράξη: τη δωροδοκία. Ο Αλέξης Λασκαράτος έδωσε τον πίνακα του Ντόντσον, σε έναν μεσάζοντα, κάποιον παλαιοπώλη και έμπορο έργων τέχνης ονόματι Μανώλη Σεβαστάκη, ο οποίος είχε αναπτύξει στενές επαφές με τις δυνάμεις κατοχής, κι εκείνος με τη σειρά του σε έναν γερμανό αξιωματικό, κάποιον Έρικ Φλάισλεν, ως αντάλλαγμα για τη ζωή τής Λουίζ. Όμως ο Γερμανός, αξιωματικός των Ες Ντε, της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας αντικατασκοπίας, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει ο Αλέξης Λασκαράτος από τον μεσάζοντα, και ενώ έλαβε το εξαιρετικά πολύτιμο αντάλλαγμα, προς μεγάλη έκπληξη όσων γνώριζαν, υπέγραψε τελικά την καταδικαστική απόφαση και η Λουίζ Χατζηλουκά εκτελέστηκε. Λίγους μήνες αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο Αλέξης Λασκαράτος πράγματι σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, όπως ήξερε η Λουίζα. Δεν ήταν όμως από μια αδέσποτη σφαίρα, γενικώς και αορίστως, αλλά το πιθανότερο από σφαίρα ελασιτών, άγνωστο το πώς και το γιατί, όταν εκείνος βρέθηκε, επίσης άγνωστο για ποιο λόγο, σε περιοχή υπό τον δικό τους έλεγχο. Η Λουίζα αναρωτήθηκε, έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα του πατέρα της, γιατί δεν της είχε πει ποτέ αυτή την εκδοχή της ιστορίας. Αν όχι όταν ήταν μικρή, έστω αργότερα; Όποτε ο πατέρας της τύχαινε να αναφερθεί στους γονείς του, τόσο στα παιδικά της χρόνια όσο και στην ενήλικη ζωή της, ήταν πάντοτε με μια απλή φράση, μια σύντομη αναφορά σ’ εκείνους που «χάθηκαν στην Κατοχή». Δεν έλεγε τίποτε περισσότερο γι’ αυτούς. Κι αυτή η μοναδική του φράση είχε κάτι το απόλυτο, ούτε πίκρα ούτε θυμό. Ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο να ειπωθεί για κείνους ή σαν να μην μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτούς έξω από το πλαίσιο της αφήγησης της ιστορίας που της έλεγε όταν ήταν μικρή, της ιστορίας που είχε στο επίκεντρό της την αυτοπροσωπογραφία του Ντόντσον. Κι εκείνη ποτέ δεν επέμεινε με ερωτήσεις. Της είχε περάσει από το νου, όταν ήταν μεγάλη πια, πως ίσως ο πατέρας της δεν γνώριζε περισσότερα για τους γονείς του, ντρεπόταν γι’ αυτό και κατά συνέπεια απέφευγε το θέμα. Απ’ ό,τι φάνηκε όμως τώρα, το τελευταίο δεν μπορούσε να ισχύει. Από τις χρονολογίες των συνεντεύξεων στις κασέτες, ήταν βέβαιο πως όταν ο πατέρας της διηγόταν σ’ εκείνη την ιστορία που αφορούσε τα χρόνια της Κατοχής, γνώριζε ήδη πολύ καλά τις μαρτυρίες που είχε συλλέξει, αυτές που μέχρι το θάνατό του δεν τις είχε αναφέρει στη Λουίζα ποτέ – ούτε τις ίδιες, ούτε εμμέσως το περιεχόμενό τους. Η ουσία όμως της παιδικής της ιστορίας παρέμενε η ίδια. Ή μήπως όχι; Σίγουρα δεν υστερούσαν σε ηρωισμό οι τόσο πιο συγκεκριμένες εξιστορήσεις που είχε μόλις ακούσει. Κι ο πίνακας, όπως κι αν είχαν τα πράγματα, στα χέρια των Γερμανών είχε καταλήξει και σε αυτή την εκδοχή. Ήταν όμως φανερό πως παρέμεναν ορισμένα κρίσιμα αναπάντητα ερωτήματα, τόσο σ’ εκείνον που ρωτούσε τους μάρτυρές του, όσο και στην ίδια. Κατ’ αρχάς, σε ποια αντιστασιακή οργάνωση μπορεί να συμμετείχε η Λουίζ για να έμπλεξε με την κατασκοπία. Αυτό κανείς από τους συνομιλητές του πατέρα της δεν το γνώριζε. Τόσο συνωμοτική ήταν λοιπόν η δράση της, που δεν την ήξερε ούτε ο άντρας της, ούτε οι στενοί της φίλοι – αν όχι τότε, έστω αργότερα, όταν τελείωσε ο πόλεμος; «Το πιο πιθανό είναι να ήταν μέλος κάποιας οργάνωσης που συνεργαζόταν με τους Άγγλους», ανέφερε στις κασέτες ο φίλος του Αλέξη Λασκαράτου, Στρατής Αργυρός. «Κρυφά από τον άνδρα της που την ήθελε ασφαλή στο σπίτι τους να ζωγραφίζει και να φροντίζει εσένα», είχε συμπληρώσει. «Ένα μικρό διάστημα πέρασε από το ΕΑΜ αλλά δεν παρέμεινε», είπε ο ποιητής, ο Μάρκος Βελίδης. Αυτό είχε γίνει καθώς «την είχε πάρει μαζί της σε συναντήσεις του ΕΑΜ η Ιουλία Καρύστη, η ηθοποιός, που η Λουίζ την είχε γνωρίσει από μένα». Ή πάλι, η φίλη της Δάφνη Νομικού είχε πει: «Η Λουίζ όλο γύριζε στους δρόμους με μια κάμερα κρυμμένη. Ειδικά το χειμώνα του μεγάλου λιμού. Τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες. Ήθελε να τις βγάλει έξω, αλλά δεν νομίζω πως βρήκε ποτέ κάποια άκρη. Δεν έμοιαζε τότε να είχε επαφές με κάποια οργάνωση ή πρόσωπα, να ήταν κάπου οργανωμένη. Με ρωτούσε εμένα μήπως ήξερα κάποιον από τον Ερυθρό Σταυρό, να βοηθήσει. Αλλά εγώ δεν ήξερα». Κι ακόμα: «Τον πρώτο καιρό της Κατοχής θυμάμαι πως έβρισκε φάρμακα για τους άγγλους στρατιώτες που κρύβονταν. Τι έκανε αργότερα, με ποιους έμπλεξε, ένας θεός το ξέρει. Στο ΕΑΜ σίγουρα δεν ήταν. Ο Λασκαράτος δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη και σε αυτό τουλάχιστον θα την είχε πείσει. Τον θυμάμαι τον πατέρα σου, ένα βράδυ που τον συνάντησα στο σπίτι τους, όταν μάθαμε ότι συνέλαβαν τη Λουίζ να μονολογεί, “πού πήγε κι έμπλεξε η Λουίζ”, “γιατί μου το έκανε αυτό”. Τι να του έλεγα του Αλέξη έτσι όπως με κοίταζε με τρόμο στα μάτια; Αν ήξερε ή δεν ήξερε όμως το πού ανήκε η Λουίζ, εμένα δεν μου το είπε. Έκανε πάντως ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τη σώσει μετά τη σύλληψή της». Το δεύτερο που παρατήρησε η Λουίζα στις συζητήσεις του πατέρα της ήταν πως δεν υπήρχε καμία σοβαρή και βάσιμη αιτιολόγηση στο γιατί, αφού είχε επιτευχθεί μια τόσο συγκεκριμένη συμφωνία για τη σωτηρία τής Λουίζ, με τη δωροδοκία ενός καίριου προσώπου –όλοι οι μάρτυρες γνώριζαν για τον πίνακα που είχε δοθεί από τον παππού της μέσω του Σεβαστάκη στον γερμανό αξιωματικό–, η Λουίζ Χατζηλουκά τελικά εκτελέστηκε. Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το απαντήσει. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγαν οι περισσότεροι ήταν ανάμεσα στο ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να γλιτώσεις κάποιον από καταδίκη για κατασκοπία και στο ότι ο γερμανός αξιωματικός τούς ξεγέλασε. Όσο για την τύχη του πίνακα του Ντόντσον από τη στιγμή που έπεσε στα χέρια του Έρικ Φλάισλεν των Ες Ντε, παρέμενε κι αυτό αναπάντητο – και ο πίνακας «ένας ακόμη αγνοούμενος πολέμου», όπως έλεγε ο πατέρας της. Το τρίτο και τελευταίο κενό ήταν ότι κανείς δεν γνώριζε γιατί σκότωσαν τον Αλέξη Λασκαράτο στα Δεκεμβριανά. Στο εύλογο ερώτημα του πατέρα της, σχετικά με το τι γύρευε στην ελασοκρατούμενη περιοχή όπου έχασε τη ζωή του στις 14 του Δεκέμβρη, κανείς δεν ήξερε να απαντήσει. «Από τραγική σύμπτωση» είπε κάποιος, ενώ ένας άλλος θεώρησε πως η εξήγηση ίσως βρισκόταν στο ότι το σώμα του βρέθηκε κοντά στα όρια της ζώνης του ΕΑΜ, άρα ίσως ο Αλέξης να μπερδεύτηκε ή και να εγκλωβίστηκε εκεί σε ώρα που ανταλλάσσονταν πυρά. Για το γεγονός πως ο Λασκαράτος δεν είχε συμπάθειες στο ΕΑΜ δεν υπήρχε αμφιβολία, και το ξεκαθάρισε ο Στρατής Αργυρός, που για ένα μεγάλο διάστημα της Κατοχής, απ’ ό,τι ανέφερε, ήταν στο βουνό – όχι με τον ΕΛΑΣ, αλλά με τον αντάρτικο στρατό του ΕΔΕΣ. «Ο Αλέξης, από την ίδρυση του ΕΑΜ κιόλας, είχε διακρίνει τον έλεγχο του ΚΚΕ, και μιλούσε πολύ γι’ αυτό. Κάποιοι ίσως να το ήξεραν, και να τον αναγνώρισαν, ή και να τους προκάλεσε με κάποιο τρόπο και να βρήκαν την τέλεια ευκαιρία να ξεκάνουν άλλον έναν “εχθρό του λαού”». Ο Αργυρός τόνισε πάντως ότι «ο Αλέξης δεν είχε καμία εμπλοκή με αντιστασιακές οργανώσεις, παρέμεινε αμέτοχος στα χρόνια της Κατοχής, βοηθώντας απλώς τους διωκόμενους από τη θέση του και με τις γνωριμίες του, όσο μπορούσε». Τέλος, η ηθοποιός Ιουλία Καρύστη, με φανερά διαφορετική οπτική στα πράγματα περί της σωστής και λανθασμένης πλευράς στην εμφυλιακή σύρραξη, αποφάνθηκε ότι ο Αλέξης Λασκαράτος «βρέθηκε στη λάθος μεριά του δρόμου τη λάθος στιγμή». Αποσπασματικές φράσεις από τις κασέτες και τα τρία αυτά αναπάντητα ερωτήματα γύριζαν στο μυαλό της Λουίζας όσο περίμενε τον Πέτρο, προσπαθώντας να καταλάβει τη σημασία των ντοκουμέντων που της άφησε ο πατέρας της. Ο γερμανός αξιωματικός που έλεγαν πως πήρε τον πίνακα τι να είχε απογίνει; είχε δικαστεί ποτέ ως εγκληματίας πολέμου, όπως αρκετοί άλλοι; μπορεί να ζούσε ακόμη; τον είχε άραγε αναζητήσει ποτέ ο πατέρας της; Δεν είχε μια τέτοια ένδειξη από τις κασέτες. Ο πίνακας φυσικά δεν είχε βρεθεί. Κι εκείνος ο παλαιοπώλης ο Σεβαστάκης; ο μεσάζων; γιατί δεν είχε πάρει συνέντευξη κι απ’ αυτόν ή κάποιον γνωστό του ο πατέρας της, σ’ αυτή την τόσο επίμονη καταγραφή του; Θα ήταν ο πρώτος στον οποίο θα κατέφευγε η ίδια. Μήπως δεν ζούσε πια όταν ο πατέρας της άρχισε να ψάχνει; Προδημοσίευση από ΤΟ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΦΩΣ στο περιοδικό Bookpress